Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

"...και γέμισε ο ουρανός μελάνι"





Ο καθένας μια θάλασσα ορίζει με ναυάγια, νησιά και γοργόνες
Και μια βάρκα η καρδιά και γυρίζει κι όλο ψάχνει να βρει λαμπηδόνες

Ξύπνησα κουρασμένη από τη ζέστη, με πρωινή ναυτία από το ξενύχτι και μια τολμηρή ανάδυση από βραχύσωμους αλλά βίαιους εφιάλτες.
Δεν έχω κουράγιο να γράψω άλλο κείμενο. Αυτό είναι το τελευταίο δειλό ασήμαντο.Και αβάφτιστο. Και χωρίς ιστορία καμιά. Και νηπενθές.Συνορεύει με την ελάχιστη μελαγχολία των τελευταίων στιγμών στο blog. Θα την ξεπεράσω. Πιθανόν γιατί γράφοντας εδώ, χάνω ένα μέρος του φυσικού μου εαυτού, ιδιαζόντως αντίξοο, φυσικό ωστόσο, που θα μπορούσε ν’αναπληρώνει τη συγκινημένη αίσθηση του αποχωρισμού και να περιορίσει τα παρελκόμενα του βραχέως «θρήνου» στο μηδέν. Ή θ’αποβιώσει ταριχευμένη με κάποιο τρόπο αδύνατο.Τη λύσσα που με πιάνει να φύγω δεν θα την ξεπεράσω. Δεν θέλω να γράψω άλλο κείμενο. Είναι το τελευταίο. Κάπως σαν μικρός θεραπευτικός αποχαιρετισμός. Δεν θέλω να ξαναμπώ στο blog.Κλειστοφοβία. Τουλάχιστον για όσο χρόνο θα διαρκέσει η μαγεία της αλμύρας.Για όσο κρατήσει, δεν θα παραπονεθώ. Ούτε θα γκρινιάξω. Τέλος τα παράπονα για Ιούλιο και Αύγουστο. Οι μήνες αυτοί αγιογραφούνται μέσα μου με την περιπλοκότητα ανεπιτήδευτων δονήσεων. Ούτε τα παράπονα των άλλων θα μαζέψω και θα κρατήσω. Έτσι είμαι εγώ. Κάθε καλοκαίρι μπορώ και ζω χωρίς παράπονα. Και χωρίς πείσματα. Και χωρίς πόλεμο. Και χωρίς δηλητήρια. Και χωρίς δαγκάνες. Και χωρίς υποσχέσεις.Και χωρίς παρηγοριές. Και χωρίς λέξεις. Τις σκότωσα. (Αλλά τις άφησα χωρίς σάβανο μήπως κι αναστηθούν κάποια στιγμή άλλη.)Τότε μ’αγαπούν πιο πολύ. Τότε βασιλεύουν τα ελιξίρια της βαθύτερης ύπαρξης χωρίς τους ατμούς της σκουριάς των ναυαγίων. Γιατί αφήνω τα πολύπλοκα και εμφυλιοπολεμικά στην άκρη και ζω με ό,τι πιο απλό έχω και ό,τι πιο πολύτιμο. Την αγάπη. Χωρίς ηρωισμούς. Και παιχνίδια τρικυμιών μέσα σε δαχτυλίθρες.





Η αγάπη και η ζωή ανεβαίνουν στα μάτια. Και τα μάτια γίνονται δραματικά μεσουρανήματα. Παλίρροιες- αξίες. Γιατί το καλοκαίρι συντηρεί τις αξίες μου, όπως η καυτή γεύση των μπαχαριών που είναι αντικαταθλιπτική και συντηρεί τη χαρά μου.
Δεν κοιτάζω την ώρα, το χρόνο. Χρόνος είναι όπου είμαι και ό,τι ζω. Τίποτα άλλο. Ούτε πίσω κοιτάζω. Μου φτάνει που θα ανεβώ στο φουσκωτό μου και θα πλοηγήσω το χάος μου. Να νιώθω τον παλμό των κυμάτων και του βυθού. Τον παλμό του ανέμου και του ήλιου. Θα πιστέψω για άλλη μια φορά στις αδυναμίες μου περισσότερο από ό,τι στη δύναμή μου. Το ξέρω από τώρα αυτό. Και ίσως να μου κάνει καλό. Μια ευλογημένη αλληλουχία συναισθημάτων με κρατά μέσα και πιο κοντά από ποτέ στον πυρήνα της θάλασσας. Εκεί, χωρίς όρους και όρια. Χωρίς να κυνηγάω τις συγκυρίες και τις συμπτώσεις. Χωρίς τους τρελούς μου θυμούς. Εξημερωμένη από το αγκάλιασμα και το νανούρισμα της. Στα βότσαλα ν’ακουμπάω στιγμές και χαρά. Στη διαύγεια μιας ανατολής, στη θολή από τη ζέστη δύση που θα σπάζει τα χρώματά της στο κύμα και θα διϋλίζεται, σποράκια κόκκινα ροδιού, ρίχνοντας κι άλλα χρώματα, πυκνά κι απαλά, που θα τρέχουν στο αίμα και θα φωτιάζουν και θα νοτίζουν μερικές από τις πιο όμορφες νύχτες μέσα μου. Χωρίς κακίες κι εγωισμούς ν’απλώνουν. Χωρίς συνθήκες. Η καλοκαιρινή νύχτα τελεσφορεί χωρίς συνθήκες. Και το σκοτάδι ακόμα ανθίζει μέσα στο βράδυ του καλοκαιριού. Ανθίζει αστέρια στους βυθούς.

Ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα
και ζει με ό,τι, περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα
τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα
και λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα

Κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρά του
κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ'άλλα
γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του
είναι μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα






"αν είμαστε έτσι καλά μ'αυτή την αγάπη
που πότε σωπαίνει και πότε μιλά
μπορούμε να μπούμε σε πλοία και τρένα
να δούμε πολλά ή κανένα
να δούμε πολλά ή κανένα
αν είμαστε έτσι γεροί και νιώθουμε ωραία
που είπαμε όχι σε τόσα μπορεί
υπάρχει ένας χρόνος στ'αλήθεια μεγάλος
να ζει για τον έναν ο άλλος
να ζει για τον έναν ο άλλος
αν είμαστε έτσι ζεστά και κάνουμε αστεία
στη μέση του δρόμου στον κόσμο μπροστά
δεν ξέρω τι άλλο μπορούσα να ελπίζω
θα χάσω είχα πει μα κερδίζω
θα χάσω είχα πει μα κερδίζω"





Να παίζω κυνηγητό με τα δελφίνια. Ν’αλητεύω και να ρίχνω την άγκυρα όπου μου καπνίσει.
Να είμαι ανώριμη, το δικαιούμαι. Να κρατιέμαι από τη σιγουριά που μου δίνουν τα δύσκολα, τα απλά και τα αόρατα. Κι αυτό το δικαιούμαι. Να βλέπω το φεγγάρι να υψώνεται ζεστό και κατακόκκινο. Όμορφο. Και το άπλωμα της μέρας στον ουρανό όμορφο. Φως θα με σκεπάζει, φως ν’αναπνέω. Φως. Μπορεί να μοιάζει με παραμύθι και ο ενθουσιασμός να παρασύρει ακόμα και μένα-ελκυστικός- να μπω στην τροχιά του παραμυθιού και να το ζήσω. Και σ’αυτό να φυγαδέψω και το όνειρο. Αυτό θα κάνω. Μην υπολογίζοντας τις συνέπειες. Μα,δεν με νοιάζει καμιά διάσταση. Με το σώμα θα σκέφτομαι, μ’αυτό θα λέω ό,τι έχω να πω, ανοίγοντας περάσματα σε νερά βαθιά και πεντακάθαρα. Να μπερδεύομαι με την ελευθερία. Να φεύγω χωρίς πιθανότητες κι ενδεχόμενα. Άβαφη. Ξυπόλητη. Μεθυσμένη από το φως που διαθλάται και δίνει στις σκέψεις μου και στις πράξεις μου τα ρευστά περιγράμματα που θέλω, από αλμύρα και νερό.
Χωρίς να με νοιάζει η διαχείριση της ζωής. Η μιζέρια. Οι επαληθεύσεις,λες και είναι μαθηματική πράξη η ζωή. Ειδικά όταν τα κριτήρια είναι ελαττωματικοί ψυχικοί συμβολισμοί και σταυρικά ασκητικά πεπρωμένα.
Να μουδιάζω κάτω απ’τον καυτό ήλιο, να μουλιάζω στο δροσερό νερό. Διαρκής μετάθεση μιας λιγομίλητης ηχούς του νερού που αποσυμβολίζει τις παλινδρομήσεις από την καθήλωση στα ορατά στη μαρμαρυγή των αοράτων με το φεγγαρίσιο χρώμα. Ψεκάζοντας το ίδιο ακούραστο, αλχημικό όνειρο από μια διπλωμένη φλούδα πράσινου λεμονιού. Να πετάω στις ξαστεριές αποπροσανατολισμένα, χωρίς σκοπό και κατεύθυνση. Κανένα συναίσθημα θωρακισμένο. Καμιά αίσθηση εγκλωβισμένη. Να χάνω τα ζύγια μου. Μεγάλη ελευθερία. Μεγάλος δρόμος. Μεγάλη η θάλασσα.
Και ταυτόχρονα χωρίς δρόμο, χωρίς χάρτη, χωρίς πυξίδα. Μόνο τα ζεστά μεσημέρια να υπάρχουν. Βουτιές στο γαλανό. Βουτιές στο άπειρο. Χωρίς αντιστάσεις. Χαρά ομορφιά ηρεμία. Όλοι οι δρόμοι είναι το καλοκαίρι. Όλοι οι χάρτες. Όλη η χαρά. Είναι αξία και δύναμη χωρίς ανάλυση. Έκανα μια σκέψη. Δεν ξέρω πώς άπλωσε τόσο… Πως η ζωή μου μετριέται με τα καλοκαίρια. Είναι μια ακροβασία της πίστης μου αυτό. Δεν είμαι διατεθειμένη να πουλήσω τίποτα. Ούτε να μετανιώσω. Όλα έχουν αιτίες, άλλες τις κατανοώ, άλλες όχι. Δεν πειράζει. Αλήθεια δεν με πειράζει.

Με την πόρτα γυρτή το φως του μπάνιου να γλιστράει στη σιωπή
να σε νιώθω εδώ σ' αυτό το πλάγιασμα, σε τούτη την ηχώ.
Ναι, μ' ένα φως τεχνητό, να βρει τον κόσμο το δικό μου σ' αγαπώ
φως που τραγουδάει ενώ είναι νύχτα, κι ενώ εσύ δεν είσαι πλάι.

Κάποιες σκέψεις διαλύθηκαν, -έγιναν σκόνη ή στάχτη.Άλλες έγιναν πράξεις σοβαρές και «αυτοκρατορικές», τις έχω και τις κρατώ, μην τις χάσω. Δεν θα τις χάσω. Γι’αυτό δεν τις θυμάμαι. Γι’αυτό δεν έγιναν ανάμνηση. Πέρασαν μέσα μου, στο αίμα μου, έμειναν, ζω μ’αυτές και από αυτές, είναι συστατικό μου. Με πλούτισαν. Δεν τις φοβάμαι. Τις έχω. Και τις πιστεύω. Με πλουτίζουν. Και μεταδίδονται σ’εκείνους που έχουν τη δύναμη να μοιραστούν την αγάπη και να περιμένουν την αληθινή στιγμή.
Δεν έχω άλλες λέξεις. Εξαπάτησης και πλάνης. Παρερμηνείας και συμπλοκής. Ετυμηγορίας και παραβίασης. Εισβολής και διαγραφής.
Δεν θέλω να γράφω άλλο. Δεν έχω άλλα λόγια. Δεν έχω άλλες σκέψεις. Και αυτό είναι μια καθαρτήρια τελετουργία.

Το σύνδρομο του Κρόνου μόνο φοβάμαι…

Καλοκαίρι στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη
αλλά εν τέλει με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει
καλοκαίρι
στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει
καλοκαίρι
τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι
στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι
μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει

ΑΠΟΘΕΩΣΗ

Ακολούθησε αυτόν το δρόμο,
Πίσω απ’τα γκρεμισμένα σπίτια
Θα δεις τη θάλασσα
Αυτόν θα τον δεις στα νερά να κολυμπάει
Τα ρούχα του στα βράχια
Μην του μιλήσεις
Δεν απαντάει σ’ερωτήσεις
Σε πρωινούς χαιρετισμούς

Προσπέρασε.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ.