Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

αγάπα με, αν τολμάς



Έκλεισα την πόρτα του γραφείου. Άναψα το μικρό φως. Ένα κερί για τον καπνό. Άλλο ένα για τα κουνούπια. Η διάχυτη μυρωδιά της σιτρονέλας κάλυψε τη μυρωδιά των γιασεμιών κι έτσι αποφάσισα να σβήσω το κερί και ν’ανάψω τα χίλια γιασεμιά που τώρα, ξαφνικά «φύτρωναν μέσα στο στόμα μου» κι ευωδίαζαν…
Ανοίγω όλα τα παράθυρα. Κύματα της νύχτας και «αστρανάμματα» μπαίνουν με φόρα στο δωμάτιο κι αυτό, τολμώ να πω, ότι μου δίνει μια ανέλπιστη χαρά.
Έχω τη χθεσινοβραδινή εικόνα σου στα μάτια μου. Μπροστά μου. Ένα πορτρέτο θλίψης καννιβαλίζει…Μπορεί, αφού μου το ζήτησες, να έδινα αυτόν τον τίτλο. Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω, αν μπορώ να κάνω κάτι, για να σε πείσω ότι μπορείς ν’αλλάξεις όσα θέλεις. Δεν είναι αργά. Αλλά κι αν ακόμα τίποτα δεν θες ν’αλλάξεις, εγώ μαζί σου, εγώ πάντα δίπλα σου.
Όμορφη βραδιά. Παράξενη. Κι έχω τόσα στο μυαλό μου και μέσα στο στόμα μου σταθερά τα γιασεμιά. Εσύ να παγιδεύεσαι στη χαράδρα με τις ανασφάλειες. Εγώ να προσπαθώ να ξεφύγω από τον χαρτοσωρό που στέκεται μπροστά μου αλώβητος και ασαφής και μοιάζει ο μεγαλύτερος απατεώνας. Παίρνω μερικές γενναίες ανάσες, πριν τολμήσω ν’αρνηθώ τον εαυτό μου σαν αναλώσιμο κομπάρσο στη δική μου ζωή.
Θέλω να μιλήσω λίγο σαν γιόγκι που ξυπνά αργά από την ανάταση του διαλογισμού. Είναι φορές που νιώθω τόσο ακαριαίο μίσος για τον απεχθή λυρισμό μου. Αλλά δεν είμαι ικανή και να τον σφαγιάσω, φοβάμαι θα μ’εκδικηθεί. Τέλος πάντων, σου έλεγα ότι αυτή η εξοικείωση με τα εφήμερα δεν σου αξίζει. Ένας εχθρός που σου αξίζει δίκαια είναι ο κακός εαυτός σου. Μ’αυτόν θέλεις, μπορείς να τα βάλεις?
Ήταν μέρες που ξυπνούσα κι εγώ και τις περισσότερες από αυτές, άγρια χαράματα κι έβλεπα στον καθρέφτη μια τερατογένεση. Ξέρω τι σημαίνει εσωτερική λογική κι εσωτερικός διχασμός. Ξέρω τι είναι να ξύνεις χρόνια την επιφάνεια, να μη βρίσκεις από κάτω αυτό που περίμενες, ή αυτό που θα ήθελες να πιστεύεις ότι υπάρχει, να μασάς σκουριά ανακατεμένη με εφιάλτες και γκρεμούς και να σου μένουν στα δόντια και στον ουρανίσκο υπολείμματα. Να ξυπνάς κάθε πρωί μ’αυτή την άρρωστη γεύση και να συνεχίζεις να μασάς , να καταπίνεις ασταμάτητα και με τίποτα να μη φεύγουν, ακόμα κι όταν τα φτύνεις και τα ξερνάς. Ξέρω πώς απωθούνται έτσι οι αλήθειες και διαστέλλονται οι ενστικτώδεις χειρισμοί. Πάει καιρός που το κήδεψα αυτό το τέρας και ξεκίνησα να προσπαθώ, χωρίς πανικό και με όση ψυχική δύναμη μου είχε απομείνει, τις προσπάθειες για να ανακτήσω και να υπερασπίσω, αυτό το ελάχιστο της αθανασίας που το λέω ήρεμο ύπνο. Πέρασα από τεράστιες αναβολές ανάληψης διαδοχικών ευθυνών, που επιβράδυναν, διέψευδαν, ακύρωναν την ελπίδα οποιουδήποτε, ακόμα και μικρού θαύματος.
Έχω νιώσει και σαν έρμαιο, και σαν σάρωθρο-διαπράττοντας «ιεροσυλίες»- και σαν άθυρμα στα χέρια της απόλυτης δικαιοδοσίας κάποιου βιτσιόζου θεού.
Ατρόφησα, ανατροφοδότησα την ατροφία με καινούριες αναπηρίες, ξέχασα συγκινήσεις, αφέθηκα σε αρπαχτές, στον πόνο των αψύχων, σε είδη «πορνείας», σε αγοραίες χρήσεις, κάποτε υποσυνείδητα, κάποτε συνειδητά. Λίγο πριν ομιχλώσουν τα όρια από τον ίδιο τον θρασύ και παραχαράκτη εαυτό μου, μ’έπιασε ένα πείσμα και αναποδογύρισα το παιχνίδι της φαυλότητας, και μέσα απ’αυτή την παράνοια, το παραλήρημα, την ανισορροπία μου πες, διαύγασε σαν φάρος αειθαλής η αυθεντικότητα του παλιού μου οράματος και με συνέφερε. Το αχρηστεμένο μου μυαλό κατάφερε να παράξει, έστω και μέσω ατελών πειραματισμών ένα ανιχνεύσιμο έρεισμα. Βγαίνοντας σταδιακά απ’αυτό το «μαγαζάκι του τρόμου» κι ενώ τα «γονίδιά» μου με απέτρεπαν απ’αυτό, κι ενώ παλινδρομούσα αενάως, διασχίζοντας τις παραμεθορίους των απιθανοτήτων, εκεί που αναπαυόμουν σε ναρκοπέδια, κι αδημονούσα να στεγάσω χάος και άβυσσο, σαν πυροτεχνήματα άρχισαν να εκρήγνυνται ευχές κι επιθυμίες και κάποιος αόρατος «από μηχανής» θεός κινούνταν κάτω από το δέρμα μου και ξυπνούσε και μου έγβαζε τις σκουριασμένες χειροπέδες.
Άρχισα κι εγώ να εκμεταλλεύομαι τις πληγές μου, επιδεικνύοντας ισχυρή πίστη στη θεραπεία που θα μου εξασφάλιζαν. Γινόμουν συνειδητός χρήστης τους. Έπαψαν να με στοιχειώνουν σαν βαμπίρ διψασμένα για περισσότερο αίμα.
Ενώ βρισκόμουν περίπου στο μέσο αυτής της διαδικασίας, σε συναντώ. Σε αναγνωρίζω μέσα από το αμείλικτο πένθος για κάτι οριστικά χαμένο, σαν παραίτηση από σύμβολα και σαν επίκεντρο του δικού σου μύθου. Ένα πολύχρωμο, διφορούμενο και αχάιδευτο αγόρι που από τη μια ήθελε ν’αποσιωπηθεί και από την άλλη ν’απολαύσει ένα αδόκιμο κλέος…Σε αναγνώρισα ως ετεροθαλή συνοδοιπόρο μου. Από κει κι έπειτα, οι λέξεις έγιναν εμβληματικές, οι σκέψεις μου τεμμαχίζονταν, η «συγγένειά» μας υπήρξε αφόρητη, αβάσταχτη, σχεδόν καταστροφική. Έλεγα, δεν μπορεί να είναι τόσο εγώ μέσα του. Η συγκομιδή μου ήταν πάλι ερείπια-για την ώρα- σαν να ταξίδευαν κι αυτά μαζί μου στο χρόνο…
Μέχρι τότε πίστευα πως και τα αλλήθωρα βλέμματα έχουν την αξία τους. Υποτίμησα το δικό σου ευθύ βλέμμα, υποτίμησα την ευαισθησία σου, αγνόησα τις αγριεμένες αφέλειές σου. Έβλεπα μόνο εμένα σε σένα. Και το πολεμούσα. Σε πολεμούσα. Μετά κατάλαβα. Αυτή η φονική μου απροσεξία σ’έκανε να μην μπορείς να ελευθερώσεις τα μυστικά σου. Να τα μοιραστείς μαζί μου. Η καθημερινή μου σχεδόν παρουσία δίπλα σου ήταν ανενεργή και πιθανόν να σου έκανε και κακό κάποιες φορές. Πίστευα πως ήμουν εσύ και με κάποιο τρόπο λαχταρούσα να εκδικηθώ μέσα από σένα όσα είχα φοβηθεί στο παρελθόν και μου δηλητηρίαζαν στιγμές, τις ακρωτηρίαζαν, τις κατέστρεφαν.
Όμως ήταν και τόσο στριμωγμένα μέσα μου όλα, οι σκέψεις, οι κακές μνήμες, οι σκιές, τα τραύματα, οι προβολές τους στην οθόνη της αφασίας μου. Αγνοούσα από πού ν’αρχίσω, πώς να τα ξεμπερδέψω, να τα ξεκαθαρίσω. Δεσμώτες γινόμαστε όταν συγκατανεύουμε στις χείριστες, στις πιο ευτελείς αδυναμίες μας. Μου πήρε αρκετά χρόνια αυτό το ξεκαθάρισμα. Με πείσμωσε. Δεν μπορούσα να εξαπατώ στιγμές, ανθρώπους, καλοκαίρια που μου χάρισαν αληθινή ζωή. Γρύλιζα σαν πληγωμένο σκυλί. Δειλό φρικιό ,δυσπροσάρμοστη «ιέρεια». Ξεκλείδωνα φρίκες και φρίκες και φρίκες χωρίς σταματημό. Μουδιασμένη, άθεη, άπιστη, με υπερτροφικές κληροδοτημένες κατάρες και καταγεγραμμένη στα κύτταρά μου, κολλημένη στο δέρμα μου και μια παλιά μου ενοχή, η μεγαλύτερή μου ήττα. Κάποτε μ’έπνιγαν τέτοιες σκέψεις. Τώρα φροντίζω και προλαβαίνω να τις πνίγω εγώ…Τις στραγγαλίζω πριν ξυπνήσουν και με καταβροχθίσουν.
Ώσπου σκοτώθηκα και τελείωσα μ’αυτά. Ξεμπέρδεψα σου λέω. Κάπου κάπου αναδύονται και με αποδυναμώνουν για δευτερόλεπτα, αλλά δεν μπορούν ούτε να με απειλούν ούτε να με εκβιάζουν. Ξελάσπωσα. Γλίτωσα.
Αυτή η χρόνια μαθητεία μου κοντά σε δαιμόνια και δράκους μ’έμαθε να επιλέγω πώς θα ζω, ποιους θέλω δίπλα μου. Μαζί μου. Υπάρχω. Νιώθω. Καταλαβαίνω. Ζω.
Μέσα από σπασμούς το έμαθα και σύνδρομα διάφορα αλλά κοίτα, μπορώ ν’αγαπώ καλύτερα, περισσότερο.
Σε σένα με συγκινεί ο τρόπος που αντιμετωπίζεις τις πληγές σου, ειδικά τώρα, που καταλαβαίνω πως είσαι διάστικτος απ’αυτές. Έχω αντιληφθεί ότι αυτό το διαρκές κυνηγητό της ουτοπίας και το κρυφτούλι με το ανικανοποίητο, εξαπλώνει φόβους και μας βάζει για τα καλά στην αυτοκρατορία των εμμονών και τα τραύματα της ερημιάς μας γίνονται ακόμα μεγαλύτερα, το ίδιο και οι πλάνες μας.
Όπως και κάποιες φορές μας διαλύει να συνδιαλεγόμαστε με φόβους, ευθύνες, εσωτερικά τοπία, τον εαυτό μας εκείνο που γνωρίζουμε μόνο εμείς. Τότε ακριβώς είναι ανάγκη να ανατρέχουμε σ’αυτούς τους υπόκωφους και χαμηλούς ψιθύρους της «παρουσίας» όσων μας αγαπούν αληθινά. Να μην εξορίζουμε την παρηγοριά τους.
Μη διστάσεις ούτε στιγμή να επιτεθείς ακόμα και να σκοτώσεις το θηρίο που βρυχάται και δε σ’αφήνει να ξεπεράσεις τις προσωπικές τραγωδίες σου και διχάζει τις αιώνιες αξίες σου.
Κι εγώ θα είμαι τώρα μια ανεπαρκής δόση, ένα λειψό διακόνημα αν δεν καταφέρω να σε απαλλάξω από τα τραγικά συνώνυμα της φρίκης της ανυπαρξίας.
Σ’αυτή την εσπερινή ησυχία ψηλώνω απότομα. Περιστέλλεται το άγριο και αδηφάγο παρελθόν κι η ακολουθία των τρικυμιωδών αναμνήσεων που σέρνει, τη νοθεύει κάπως με το μέλι του γιασεμιού στο στόμα μου, δηλαδή με σταγόνες μιας άγνωστης ακόμη, ευδαιμονίας.

απόσπασμα από το μυθιστόρημα υπό έκδοση:"η Φαίδρα Φις δεν είναι ψάρι".