Κυριακή 20 Απριλίου 2008

λειψό διακόνημα...



Μία φρίκη…

Από μικρή αποζητούσα τη δέσμευση, προφανώς για να διασκεδάσω την απαξία μου. Σε όλη μου τη ζωή προσπαθώ να αποδεικνύω κάτι που δεν είμαι. Οι επιλογές μου ήταν πάντα συνυφασμένες μ’ ένα νοσηρό συναίσθημα. Συχνά πυκνά βρισκόμουν μπροστά σε ένα τραγικό αδιέξοδο. Προσπάθησα να το ανατρέψω αυτό με λάθη, παρακινδυνευμένα πειράματα... εις μάτην... ξαναμπήκα στο αδιέξοδο και μπήκα πιο πολύ, πιο βαθιά. Ασφυκτιώ. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Μετά τα 30 και είμαι σαν παιδάκι που έχει πρόβλημα προσανατολισμού που αδυνατεί να το αντιμετωπίσει. Περνούν από μπροστά μου όλα και δεν μπορώ ν’ αγγίξω τίποτα που έχει αξία....
Η φύση, τα δέντρα, η θάλασσα είναι σαν άχαρα ξόανα... Κατάργησα κάθε φυσική χαρά , συνήθισα να ζω μ’ ένα λαμπερό τίποτα. Αυτή είμαι. Το κακό είναι πως, όταν περιστασιακά, περνά η πίεση, και η κρίση, μου αρέσει το τίποτά μου, ίσως γιατί είναι το μόνο που ορίζω. Ένα τίποτα που όμως είναι δικό μου. Τόσο φτωχή, τόσο μίζερη...




Ένα όνειρο…

Χθες βράδυ ένα όνειρο θέριεψε σαν πραγματικό…
Εκείνος στεκόταν απέναντι από ένα μαύρο πέπλο- γυμνός από τη μέση και πάνω-, που αιωρούνταν. Στην αρχή μονό μαύρο. Μετά άλλαζε χρώματα. Μαύρο λευκό μωβ κόκκινο. Στεκόταν εντυπωσιασμένος και χαμογελούσε ανυποψίαστα, σαν παιδί που ξαφνικά ανακάλυψε κάτι μαγικό. Ήταν εκεί και το κοίταζε για πολύ ώρα. Δεν άπλωσε ούτε μια στιγμή τα χέρια του να το αγγίξει. Μετά το πέπλο άρχισε να μεγαλώνει και ν’ απλώνει αλλά ταυτόχρονα και να φεύγει, να φεύγει, μακριά και ψηλά σαν αλλόκοτος χαρταετός, μέχρι που χάθηκε σε μια αραιή συννεφιά-κάτι σαν νεφέλωμα- και μπερδεύτηκε με τ’ αστέρια. Πήγε και ξάπλωσε απογοητευμένος πιο κει, σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι, μετέωρο κι αυτό ή καλύτερα σαν από κάπου κρεμασμένο με αόρατα σχοινιά- σχοινιά σαν κάβοι...-, κι έκανε την κίνηση του εκκρεμούς. Έριξε πάνω του ένα φαρδύ, κατάλευκο και καθαρό πουκάμισο κι αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του γέλαγε. Μόλις όμως ξύπνησε και μπόρεσα να δω την πλάτη του εκεί είχαν φυτρώσει φράουλες, κατακόκκινες, φρέσκιες και γυαλιστερές...Ήταν τοποθετημένες αρμονικά, σε σχήμα πυραμίδας, με την κορυφή της στραμμένη, προς τον αυχένα του. Καθόταν οκλαδόν και δεν έδειχνε καθόλου ενοχλημένος από το γεγονός. Το κρεβάτι βρέθηκε ξαφνικά βρέθηκε σε σταθμό τρένων κι εκείνος έπαιζε με κάτι που, αν κατάφερα να διακρίνω καλά, έμοιαζε με μικρό, ξύλινο και πολύχρωμο κάρουζελ. Δεν ξέρω, αν τρόμαξα μ’ αυτό το όνειρο. Μάλλον όχι, δεν με ανησύχησε. Τέτοια είναι πάντα...
Πάντως, όσο περίεργο κι αν είναι, δεν έχω διαπιστώσει γενικά για τα όνειρά μου, ότι πρόκειται για σημάδια, εννοώ για καλούς ή κακούς οιωνούς. Μάλλον, έχουν να κάνουν με την ψυχοσύνθεσή μου.
Έλεγα λοιπόν, ότι περισσότερο ένιωσα μια συγκίνηση στη θέα αυτής της εικόνας κι ένα ρίγος απαλό διαπέρασε το κορμί μου..., παρά θορυβήθηκα από το ίδιο το όνειρο. Δεν διέκρινα καμία απειλή ν’ αναδύεται μέσα απ’ αυτό. Αντίθετα είχε μια ατμόσφαιρα συναρπαστική και μαζί ήρεμη και ξύπνησα πάλι υπνωτισμένη από την προέκταση και τις διαβαθμίσεις του και στον πραγματικό κόσμο, τον απολύτως αντιληπτό-ή όχι?-, που το αποδέσμευε αργά από την αχλύ και την παντοδυναμία του υπεραισθητού. Ξύπνησα, σαν σε παραίσθηση απόλυτου λευκού και με μια υπολανθάνουσα και υπαινικτική εμπειρία ήρεμου χάους. Πέρα από τη λογική της ζωής.