Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

"ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ"


Εκείνη την εποχή έψαχνα να βρω σπίτι. Μάλιστα έπρεπε να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα γιατί παράλληλα βιαζόμουν να τελειώνω με μια εργασία που είχα αναλάβει πάνω σε μια καινούρια τεχνική ανασκαφών και ταυτόχρονα έγραφα κι ένα ταξιδιωτικό μυθιστόρημα που ευελπιστούσα να μου το ζητήσει κάποια εταιρεία παραγωγής και να το κάνει κινηματογραφική ταινία…
Ανέβηκα τα σκαλιά-ασανσέρ δεν είχε το σπίτι, ήταν χτισμένο τη δεκαετία του ’70, καλοφτιαγμένο αλλά αφρόντιστο…-. Χτύπησα σκεφτική το κουδούνι καθώς είμαι λίγο σχολαστική με την τάξη και την καθαριότητα, σύνδρομο κληροδοτημένο από τη μαμά μου, κάποιοι φίλοι μου μάλιστα κατά καιρούς μου έχουν καταλογίσει και το «υποχονδριακό» σύνδρομο…Τους συγχωρώ…
Μ’αυτές τις σκέψεις περίμενα υπομονετικά μέχρι να μου ανοίξουν, είχα πάει και πέντε λεπτά νωρίτερα γιατί εκτός από τα παραπάνω με ταλαιπωρεί χρόνια και το διογκωμένο πάθος της «συνέπειας»…
Άργησε να μου ανοίξει, η ώρα είχε πάει έντεκα και δύο πρώτα λεπτά, και σ’αυτό το διάστημα πρόλαβα να παρατηρήσω την αγάπη τους για τα φυτά, γιατί στις σκάλες και στα πλατύσκαλα και δίπλα από την κεντρική πόρτα έβριθαν γλάστρες με βουκαμβίλιες, μανόλιες, καμέλιες ,γαρδένιες και ξεγλιστρούσαν μυρωδιές από κατιφέδες και ζουμπούλια…Το χάρηκα αυτό οικτίροντας τη διάθεσή μου να έχω πάντα λουλούδια στο σπίτι μου που ποτέ δεν ευδοκιμούσαν παρά τις φροντίδες μου και το καθημερινό μέλημά μου να τα ποτίζω, να τα κλαδεύω, να τα χαϊδεύω, και μπορώ να παραδεχτώ πια ότι αυτό μου έχει στοιχίσει κάπως…
Άκουσα από μέσα βήματα να πλησιάζουν, βήματα μαλακά που σέρνονταν-όπως υπέθεσα πάνω σε παντόφλες αγανακτισμένες και ταλαιπωρημένες που αδημονούσαν για την αντικατάστασή τους…- και δεν έπεσα καθόλου έξω…
Η βαριά πόρτα άνοιξε και πίσω της είδα μια γυναίκα, κοντά στα πενήντα-εξήντα, με μακριά μαύρα μαλλιά, -κάποτε θα πρέπει να ήταν όμορφη- με τεράστιους μελανούς κύκλους που περιέβαλαν δύο φοβισμένα μάτια ελαφιού…Τα χείλη της ήταν στενά, σφιγμένα και άχρωμα και όλη της η όψη ήταν αρρωστημένη και μπλαβή σαν από κάποιο ανεντόπιστο ακόμα σημείο να έσταζε στο πρόσωπο της σκουριά, την οποία αμέσως αυτό απορροφούσε και την αφομοίωνε δίνοντας αυτό το παράξενο υποϊώδες χρώμα…
Δεν ξέρω, τι και πώς ένιωσα τη στιγμή εκείνη, πάντως πήρα το θάρρος και προχώρησα στο εσωτερικό του σπιτιού. Μου πρότεινε να καθίσουμε στους μεγάλους καναπέδες που διέθεταν κάτι από την παλιά αίγλη του «αποικιοκρατικού» ρυθμού…
Αν δεν μου έδειχνε με το χέρι της, θα δυσκολευόμουν ωστόσο να καταλάβω, διότι η φωνή της ίσα που έβγαινε ψιθυριστή, χαμηλή, βραχνή, σαν σπασμένη και σβησμένη…
Κάθησα , πάλι με δισταγμό και επιφύλαξη- όχι δεν ήταν φόβος, απλώς ήθελα να ξεμπερδεύω στη ζωή μου γενικότερα με καταστάσεις και ανθρώπους που το βλέμμα τους πρόδιδε μια σχιζοφρένεια, λες και οι ήττες τους ήταν καταγεγραμμένες αν και άρρητες σ’αυτό και μια παθογενή συμπεριφορά…-. Εν τούτοις, με ρώτησε ευγενικά αν ήθελα κάτι να πιω-η αλήθεια είναι πως ήταν καυτός Αύγουστος και οι στάλες ιδρώτα στο μέτωπό μου σίγουρα έδειχναν πως ζεσταινόμουν αφόρητα-, ζήτησα δειλά ένα ποτήρι παγωμένο νερό, μου το έφερε πρόθυμα και ξανακάθισε απέναντί μου…
Μιλήσαμε για το σπίτι, γενικά, κατεβήκαμε στον κάτω όροφο να μου το δείξει, εκείνη πάνω στις παντόφλες της, την περίμενα υπομονετικά να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια καθώς ανακάλυπτα λεπτό το λεπτό ότι δεν ήταν μόνο η φωνή της που ήταν σπασμένη αλλά και ολόκληρη η ύπαρξή της…Έμοιαζε σαν εκείνους τους ανθρώπους που όλο τους το κορμί και το είναι σπαράζει αθόρυβα και κράζει «βοήθεια» ακόμα και σε περαστικούς όπως εγώ αλλά ποτέ δεν θα το αρθρώσει σε λόγια…
Το σπίτι ήταν εντάξει σε γενικές γραμμές, ψηλοτάβανο, όχι ηλιόλουστο- ό,τι πρέπει για ένα συγγραφικό δαιμόνιο-, με τζάκι και ξύλινο πάτωμα, αρκετά ευρύχωρο και με τεράστια μπαλκόνια…Αποφάσισα σχεδόν αμέσως να το κρατήσω-μια που με πίεζε και ο χρόνος- και κανονίσαμε τα διαδικαστικά…Από την επομένη θα άρχιζα κιόλας να κουβαλάω τα υπάρχοντά μου προκειμένου να τελειώνω γρήγορα με τη μετακόμιση και ν’αφοσιωθώ στη δουλειά μου.
Τα χαρτοκιβώτια στο παλιό σπίτι ήταν ήδη έτοιμα και περίμεναν υπομονετικά την «αναχώρησή» τους…Μάζεψα και τα ρούχα σε αυτοσχέδιες επίσης χαρτονένιες ντουλάπες-κόλπο που είχα ξεσηκώσει από έναν παλιό γείτονά μου που ασχολούνταν με τέτοιου τύπου ευρεσιτεχνίες και τώρα με βοήθησε πολύ…-.
Το τελευταίο βράδυ στο παλιό σπίτι μου θύμισε τα παλιά πάρτυ με κιθάρα που κάναμε στο Πανεπιστήμιο με τους συμφοιτητές μου κάτι βραδιές που το αλκοόλ μας πότιζε σαν άλλα γιασεμάκια και τραγουδούσαμε, κάτι μοιρασμένα χαράματα όλο αγωνίες για τις υπάρξεις μας και για το αύριο, το πολιτικό και θυμοσοφικό μας μέλλον. Μαζεύτηκαν έτσι αρκετοί φίλοι φιλότιμοι, και έτοιμοι για κάτι τέτοια παρακινδυνευμένα εγχειρήματα…Το ευχαριστηθήκαμε τραγουδώντας του Διονύση το «μ’αεροπλάνα και βαπόρια», το «Δημοσθένους λέξεις», Άσιμο, Σιδηρόπουλο και Τρύπες ως το πρωί…Έτσι κι αλλιώς η Αθήνα ήταν εντελώς άδεια, δεν ενοχλούσαμε κανέναν. Καθήσαμε στο πάτωμα, ο καπνός ανέβαινε κι έβγαινε από τις γρίλιες των μισόκλειστων παντζουριών και όλο το σπίτι θύμιζε τεκέ στα καλύτερά του και στα σύνορα της πιο μεγάλης του ακμής…
Το φεγγάρι ολόκληρο είχε βγει και μας χάζευε παίρνοντας και διεκδικώντας ενεργό ρόλο στα βραδυνά αυτά δρώμενα, βγήκαμε στο μπαλκόνι, χάραζε…η νύχτα άνοιγε μικρές ραγισματιές σαν ρυάκια κι από κει ξεφύτρωνε ένα φως παράδοξο κι αδέξιο όπως τα πρώτα μας ερωτικά εφηβικά φιλιά, σημάδια ανεξίτηλα πάνω στον θολό ακόμα ουρανό που δεν θ’αργούσε να προβάλει τη θεραπευτική του διαύγεια σε πολύ λίγο…
Εξοντωμένοι ξαπλώσαμε στο δροσερό πάτωμα για να μας πάρει για λίγο ο ύπνος μέχρι την ώρα τουλάχιστον που θα έπρεπε να φορτώσουμε και να φύγουμε…Οι περισσότεροι είχαν επιστρατεύσει τα αυτοκίνητα των δικών τους, και βρήκαμε και ένα βαν και νοικιάσαμε για τα πολύ ογκώδη και βαριά έπιπλα, που δεν ήταν και πολλά…
Ξημέρωσε…,η ζέστη και ο ήλιος μας έκαιγαν αλλά ήμασταν κάμποσοι, γεγονός που διευκόλυνε αφάνταστα και τα κουβαλήματα και τις τοποθετήσεις όπως όπως βέβαια στο καινούριο σπίτι…Από τον επάνω όροφο δεν ακουγόταν το παραμικρό…Αν και είχα την εντύπωση ότι η κυρία Αριάδνη-αν και πάλι είχα ακούσει σωστά το όνομά της θα έφευγε για κάποιο νησί από το οποίο και καταγόταν, κάπου στις Σποράδες- οπότε δικαιολογούνταν η απόλυτη σιωπή του επάνω διαμερίσματος και εμείς μπορούσαμε άνετα να φωνάξουμε, να τραγουδήσουμε, να κάνουμε τις πλάκες μας και γενικά όσο θόρυβο θέλαμε χωρίς καμιά προσοχή…
Και αυτή η μέρα πέρασε με κούραση αλλά εξαιρετικά ευχάριστα όπως γίνεται κάθε φορά όταν έχεις κοντά σου πολυαγαπημένα πρόσωπα που μοιράζεσαι ακόμα και τις πιο κουραστικές και τις πιο βαριές περιόδους της ζωής σου…Και είναι αυτό κάτι τόσο ανεκτίμητο που ούτε κόπωση καταλαβαίνεις ούτε βάρη ούτε υποχρεώσεις…

Οι μέρες περνούσαν και διέσχιζαν κυρίως τα γραπτά μου οι νύχτες, με ύπνο ελάχιστο και ζέστη και άπνοια, το θερμόμετρο έδειχνε 40 βαθμούς στη σκιά. Ένας ξεχαρβαλωμένος προπολεμικός στην κυριολεξία ανεμιστήρας άφηνε τις ξεψυχισμένες του πνοές στρίβοντας δεξιά κι αριστερά το κεφάλι του σαν να κατασκόπευε και τα χειρόγραφα και τα όνειρα που απλώνονταν πάνω σ’αυτά…
Αλλά εν πάση περιπτώσει ήταν μια παραμυθία στο ολοκαύτωμα του διαμερίσματος και αρνούμουν να τον πετάξω και για έναν ακόμη λόγο. Αποτελούσε οικογενειακό κειμήλιο-είχα μαλώσει με τα αδέρφια μου κάποτε, ποιος θα τον πρωτοπάρει- και δεύτερον γιατί από αισθητικής απόψεως ήταν κάτι μοναδικό, στηριγμένος σε σκούρα γκρίζα βάση κάρμπον, με πτερύγια μαύρα που κάποτε έσκιζαν σιωπές και τον αέρα σαν άλλα αεριωθούμενα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου…
Δεν θα τον αποχωριζόμουν κι αν ακόμα ασθμαίνοντας μου έδειχνε το δρόμο για μια δροσιά υπόκωφη που τη χρειαζόμουν όσο τίποτα αυτές τις πυρωμένες νύχτες…
Ο Σεπτέμβρης έφτασε γρήγορα, είχα τελειώσει την εργασία και την παρέδωσα και το μόνο που με παίδευε ήταν το μυθιστόρημά μου, που είχε κολλήσει κατά κάποιον τρόπο στην Ινδία και στην 250ή σελίδα από την οποία μπαινοέβγαινα νυχθημερόν χωρίς να κάνω τίποτα, λες και είχαν παγώσει τα πλήκτρα του υπολογιστή ή το κεφάλι μου… Πήγαινα κι ερχόμουν στη σελίδα αυτή που σίγουρα-αν δεν είχε συμβεί κάτι άλλο-κάποια στριφνά και σκανταλιάρικα δαιμόνια την είχαν στοιχειώσει και βλέποντας την αγωνία και τον εκνευρισμό μου παρέτειναν το μαρτύριό μου μέχρις εσχάτων. Λένε για τους γραφιάδες πως αν δεν τους βγαίνει κάτι καλύτερα να το εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν σ’αυτό μόλις αισθανθούν ότι έχουν κάτι καινούριο και παλμοφόρο να καταγράψουν και να καταθέσουν στον βωμό του χαρτοσωρού τους ακόμα κι αν χρειαστεί να θυσιάσουν πολλές εμπνεύσεις και οίστρους στο μεταξύ…Επειδή δεν πιστεύω ούτε στην έμπνευση ούτε στους συνειρμούς που προκύπτουν μέσω αυτής, προτίμησα να δώσω αυτή τη φορά προβάδισμα στη διαίσθησή μου που έλεγε να το παλέψω. Η διαίσθησή μου είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο που δεν είναι ώρα για να το αναλύσω. Θα πως ένα μόνο πως πάντα με βγάζει λάθος, σαν να με εμπαίζει ή σαν να αντιμάχεται το σκληροτράχηλο πείσμα μου που δεν τα παρατάει με τίποτα ακόμα κι αν έχει στο βιογραφικό του απώλειες και ήττες και φθορές άνευ προηγουμένου…
Οπότε, υποτιθέστω, πως ενέδωσα για μια ζοφερή και ολέθρια φορά ακόμα στο υπερκείμενο πείσμα μου που δεν το’χει σε τίποτα να με καταβάλει αφού με τη διαίσθηση ποτέ δεν τα βγάζει πέρα παρά την επιμονή του…
Ήμουν εύκολος στόχος γι’αυτό και με νίκησε κατά κράτος…Είχα διανύσει διαδρομές μέσα στα δωμάτια πολλές, για 28 ημέρες και άλλες τόσες νύχτες…κι εκεί σ’αυτή τη σελίδα που έσβηνα κι έγραφα, έσβηνα κι έγραφα, σκυμμένη με τις ώρες από πάνω της σαν στοργική μανούλα σε άρρωστο παιδί που ο πυρετός του διαρκώς ανεβαίνει…
Αγκαλιά κοιμόμασταν, αγκαλιά ξυπνάγαμε, πίναμε τον καφέ μας, κάναμε τα στριφτά μας, βγαίναμε στο μπαλκόνι τα ηλιοβασιλέματα, την ντάντευα, την χάιδευα, την νανούριζα, της δινόμουν να την αποπλανήσω…Τίποτα, πολύ σκληρό καρύδι αλήθεια…Μου αντιστεκόταν, δεν παραδινόταν με τίποτα…Η Αγία Σελίδα μου…
Η παρηκμασμένη…Μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω της υποσχόμουν διάφορα, για να την ελκύσω και να την κολακέψω…την αποθέωσα…
Τίποτα μα τίποτα…Ούτε έβγαινα από το σπίτι μόνο στο τηλέφωνο μιλούσα. Απορούσαν όλοι, τι μου είχε συμβεί αλλά και με κανέναν δεν μπορούσα να μοιραστώ τη φρίκη μου γιατί θα μου χρέωναν και το «σχιζοφρενής», μαζί με όλα τα άλλα ελαττώματα μου κι αυτό ήταν πολύ βαρύ για να το αντέξω αν και το είχα ήδη και πρώτη καταλογίσει στον εαυτό μου αλλά θα με πείραζε να το επιβεβαιώσουν και κάποιοι λιγότερο διαταραγμένοι από μένα…
Από τον επάνω όροφο συνέχιζε να μην ακούγεται τίποτα, ούτε κάποιος να σέρνει βήματα, ούτε τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο, ούτε ανεβοκατέβασμα στις σκάλες…
Μόνο οι μυρωδιές από τα λουλούδια που παρά που έμεναν απότιστα-όσα ήταν στις σκάλες και στην είσοδο έβγαινα το βραδάκι και μ’ένα ποτιστήρι(το αγόρασα σ’ένα παζάρι στο Κάιρο, μπακιρένιο κι αυτό αλλά το καυχιόμουν και το καμάρωνα) τα ράντιζα και τους έριχνα νεράκι στη ρίζα, να τα συντηρήσω αλλά περισσότερο για ν’αναδυθεί εκείνο το σπάνιο άρωμά τους και να με μεθύσει μπας και δω κανένα όραμα και ξεκολλήσω τη μοιραία και αποφράδα σελίδα…
Θα ορκιζόμουν όμως ότι κάποιες νύχτες ερχόταν από πάνω, μια βαριά μυρωδιά λιβανιού, τόσο καταλυτική, λες και κάποιος έκανε τρισάγιο πάνω από κάποιο τάφο. Κατά κύματα, κάποιες βραδιές εμφιλοχωρούσε στην κάμαρή μου, αλλά και στο γραφείο όταν ξενυχτούσα πάλι με την εμμονή μου για τη σελίδα…
Ώρες ώρες τη φοβόμουν αυτή τη μυρωδιά, ώρες ώρες ανησυχούσα αλλά και κάποτε τη συνήθισα και είπα ότι μπορεί να με ξεγελάει και η όσφρησή μου μια και οι αισθήσεις μου τελευταία τελούσαν υπό καθεστώς ομηρίας και ήταν στραμμένες στην πραγματικότητα του μυθιστορήματος. Είπα πως μπορεί να ήταν κάποιου τύπου αυθυποβολή καθώς μου έχει συμβεί και άλλοτε τις ώρες, τις μέρες, τις νύχτες που γράφω να έχω διάφορα παραισθητικά και ψευδαισθητικά οράματα…
Τα πράγματα όμως δεν έμειναν εκεί, προχωρώντας οι μέρες και οι νύχτες ,που μετρούσαν πια διπλές και τρίδιπλες από την κούραση και τις αϋπνίες , η μυρωδιά άλλαξε και από γοητευτική-δεν ξέρω γιατί πάντα το λιβάνι ασκεί τη σαγήνη του πάνω μου, μια απλοϊκή εξήγηση είναι ότι μου θυμίζει Ανατολή που την αγαπώ…-, έγινε απόκοσμη, σαν οσμή αίματος, σκουριάς, σήψης και αποφοράς…Αφού ήταν και κάποιες νύχτες που μου ερχόταν να τρέξω στο δρόμο, κι άλλες που ήθελα να φωνάξω ξανά τους φίλους μου όχι για παρέα αλλά να με βοηθήσουν να το βάλω στα πόδια και να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται…
Αλλά ο εγωισμός μου δε με άφηνε να το κάνω-γεμάτη ελαττώματα όπως διαπιστώνετε, τι ήμουν καμιά φοβητσιάρα κότα, μικρό παιδάκι ή καμιά αλλοπαρμένη τρελή που δεν ξέρει τι της γίνεται? Έτσι αποφάσισα επιπολής περισσότερο να μείνω και να συνεχίσω να δίνω τη μάχη μου για τη σελίδα μέχρι να βγουν τα σωθικά μου…
Πάνω που έβγαινε ο Σεπτέμβρης, την τελευταία του μέρα, άκουσα την εξώπορτα ν’ανοίγει και βήματα στις σκάλες, ουφ αναστέναξα ανακουφισμένη και μακαρίζοντας την περιβόητη διαίσθησή μου που με είχε γελάσει για πολλοστή φορά…Τα βήματα ανέβαιναν αργά κι έστησα αυτί, πίσω από την πόρτα μου, να κρυφακούσω τι γίνεται. Ματάκι δεν είχε στην πόρτα, άρα ήμουν αναγκασμένη να εμπιστευτώ την ακοή μου και ν’αφουγκραστώ τους ήχους που διήγειραν τα τύμπανά μου ελάχιστα με την υπόκωφη διάστασή τους…Κατάλαβα πως τα πόδια που ανέβαιναν δεν ήταν δύο αλλά τέσσερα, προφανώς της Αριάδνης και κάποιου άλλου…Δεν ήξερα τίποτα γι’αυτήν, αν ήταν μόνη, αν είχε σύζυγο, παιδιά, συγγενείς, αν ήταν χήρα…Το μόνο που μπορούσα να εικάσω από την εμφάνισή της και τη φυσιογνωμία της και τη φιγούρα της, λιγοστά πράγματα δηλαδή, έδειχνε πως είναι μόνη, κατάμονη κιόλας κατ’εμέ και κατά την εκδοχή που είχε συναχθεί μέσα μου ως συμπέρασμα από τα δεδομένα που είχα για τη ζωή της και την καθημερινότητα της. Άλλωστε ποτέ δεν μ’ενδιέφερε να μάθω τα ιδιωτικά ανθρώπων που δε με αφορούσαν, ούτε περίεργη υπήρξα, ούτε κουτσομπόλα…
Οτιδήποτε όμως είχε κάποιο μυστήριο με έλκυε και με προκαλούσε να το διερευνήσω, όπως τώρα, αυτή εδώ η περίπτωση. Τα βήματα πρέπει να έφτασαν στον επάνω όροφο καθώς άκουγα κλειδιά να βγαίνουν από τσέπες και να μπαίνουν μέσα σε κλειδαρότρυπες…Δεν ήθελα ν’ανοίξω την πόρτα μου να τους καλωσορίσω, φοβήθηκα πως αυτό ίσως φαινόταν αδιάκριτο…όμως και για μια στιγμή καθώς άκουγα να μπαίνουν, θα έπαιρνα όρκο ξανά πως άκουσα και το σύρσιμο κάποιου πράγματος που ακούστηκε σαν βαριά αλυσίδα στο πάτωμα. Και κάποιες φωνούλες που δεν ήταν ακριβώς φωνές αλλά σαν μουγκρίσματα…Τότε γέλασα πολύ με την καχυποψία μου και βιάστηκα να δώσω την εξήγηση πως η κυρία Αριάδνη είχε σκύλο…
Εξάλλου, συνηθίζεται κάτι τέτοιο, στις μοναχικές κυρίες κάποιας ηλικίας, παίρνουν κάποιο κατοικίδιο για να τους κρατά συντροφιά. Συνήθως βέβαια, είθισται αυτό να είναι γάτα αλλά και τι σημασία έχει, αν πάντα δεν υπάρχει μια εξαίρεση που να επιβεβαιώνει έναν ασφαλή κανόνα?
Χαμογέλασα ξανά με την τροχιά της φαντασίας μου που πάντα επινοεί κάτι μυστήριο κι απόκρυφο να ενεργοποιείται, να συντηρείται εναργής για να τελεσφορούν οι απόπειρες των στοιχειών της και ν’αυτοθαυμάζεται…Τι κομπορρημοσύνη αλήθεια!
Την αποπήρα χλευάζοντάς την και σιγοψιθυρίζοντας το τραγουδάκι… «ανατολικά της Εδέμ ήταν ένας τύπος μποέμ, που φορούσε πάντα λουλούδι στο πέτο, ήτανε πολύ αμπιγιέ, είχε ένα κοστούμι ριγέ, περπατούσε λες κι είχε κάνει μπαλέτο…» και συνέχισα χορεύοντας μόνη μου το βαλσάκι και φτιάχνοντας το κέφι μου με ένα κομμάτι αχλαδιού, βουτηγμένο, στον υποκίτρινο αφρό, του αρωματισμένου λευκού κρασιού που είχα βάλει ήδη στο κολωνάτο αγαπημένο ποτήρι μου…χαχα…
Αποφάσισα να σταματήσω τις πικρές σοκολάτες που έδιναν κι έπαιρναν πάνω από ενάμιση μήνα στο σπίτι, τις πήρα με τις κούτες τους και τις πέταξα από το πίσω μπαλκόνι με μια διάθεση απαλλαγής από προηγούμενες εμμονές σχετικές με τις αφροδισιακές αλλά κυρίως με τις αντικαταθλιπτικές τους ιδιότητες…Πάνε αυτές…άλλο…
Ίσως είχα και τη βαθύτερη ανάγκη για λίγη παρέα, έστω και έτσι, ρήμαξα μόνη μου τόσες μέρες και νύχτες. Είπαμε καλή η μοναξιά, και η προσήλωση και η συγκέντρωση και ο διαλογισμός αλλά να μην τρελαθώ κιόλας… αισιοδοξούσα μάλιστα πως η σελίδα απόψε θα μου έκανε το χατίρι να ξεριζωθεί από το έδαφος της απραξίας της και να πάρει το δρόμο που ήλπιζα και ν’ανεβούμε μαζί σε κανένα κάρουζελ και ν’αρχίσουμε την περιδίνηση και τα στροβιλίσματα ώσπου να βγούμε σε κάτι αποθεωτικά όμορφο και ανόθευτο… «κήδευμα»…
Παρά τις ελπίδες μου όμως –και κατά το νόμο του Μέρφυ- η σελίδα πείσμωσε περισσότερο…Έτσι μαλώσαμε, τα χαλάσαμε και αποφάσισα αυτό το βράδυ να κοιμηθώ και να ονειρευτώ μόνη μου δίχως την αδιέξοδη μουρμούρα της και την αγκαλιά της. Της θύμωσα πολύ και θύμωσα κι εμένα που πάντα στηρίζομαι σε μια «ιδέα» μου φευγαλέα, αινιγματική και ανεδαφική και βγάζω αμέσως απερίσκεπτα πορίσματα. Εκεί ο θεός της γραφής πάντα μ’εκδικείται και μου επιστρέφει τον οίκτο του και με υποχρεώνει να λουφάζω σαν κουτάβι σε έναν ύπνο που όχι μόνο μακάριος δεν είναι αλλά μοιάζει και «δανεικός» και γυρισμένος….σαν ύπνος με «δόσεις» που πρέπει να καταβληθούν άμεσα σε κάποιον άγνωστο και κατ’επίφαση « ευεργέτη»…Ω! Θεέ μου…
Θα πρέπει να ήταν κοντά στις τέσσερις, μπορεί και νωρίτερα, δεν ξέρω-ρολόι στο σπίτι μου και στο χέρι μου δεν έχει μπει ποτέ, ούτε θα καταγραφεί ως περιουσιακό μου στοιχείο ακόμα κι όταν εγκαταλείψω τα εγκόσμια…δεν διαπραγματεύομαι τουλάχιστον αυτή την εμμονή μου-, ωστόσο υπολογίζω πάντα σωστά την ώρα, λες και κάποιος με έχει προικίσει επίτηδες μ’αυτό το κρυφό χάρισμα, μόνο και μόνο για να μου πάει κόντρα και ακολούθως να επιβεβαιώνεται μια παρατεταμένη γκαντεμιά καθ’όλη τη διάρκεια της ζήσης μου με την οποία έχω εξοικειωθεί σε τέτοιο βαθμό που να εκτιμώ ως ατυχία την τύχη…
Ξύπνησα λοιπόν εν μέσω θορύβων, της αλυσίδας που έλεγα πριν και από κάτι που έμοιαζε πιο πολύ ή με κείνο το κλάμα των σκύλων όταν τους αφήνεις μόνους και δεν τους δίνεις σημασία ή με κάποιο πνιγμένο ουρλιαχτό λύκου, βουτηγμένο σε μια απόγνωση που δεν αφήνει περιθώρια να υποθέσεις ή να υποψιαστείς οτιδήποτε άλλο γι’αυτό παρά μόνο μια κραυγή απόγνωσης στο έσχατο όριο…
Τρόμαξα…είχα αφήσει και ανοιχτή την μπαλκονόπορτα και οι ήχοι γλιστρούσαν όλο και πιο πυκνοί, τώρα που ήμουν περίπου νηφάλια και βιαζόμουν να διώξω τη νιρβάνα του ύπνου και τη νύστα μου προκειμένου να κατανοήσω το περίεργο δρώμενο…
Όχι, δεν έκανα λάθος, όλο αυτό που το βάφτισα περιστασιακά «ηχητική αναπαράσταση από το σπάραγμα της κάθαρσης μια τραγωδίας», όλο και λιγότερο συγκεχυμένο, όλο και περισσότερο ευκρινές, ακουγόταν καθαρά πια σε όλο το μήκος το πλάτος και το εύρος του, σαν εν χορώ κάποια ακολουθία στάσιμου στο κύριο μέρος του δράματος….
Κλάμα, βογκητά, αναφιλητά, μουγκρητά…όλα μαζί…
Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω…να τηλεφωνήσω? Να πάω κατευθείαν απάνω και να ρωτήσω αν χρειάζεται βοήθεια, να καλέσω ασθενοφόρο, την αστυνομία…τι?
Ήμουν τρομαγμένη και μπερδεμένη, το σώμα μου είχε λούσει κρύος ιδρώτας…τα μαλλιά μου έσταζαν στο μέτωπό μου κρύες σταγόνες και τα χέρια μου που τα είχα ακουμπήσει στην κουπαστή του κρεβατιού έτρεμαν τόσο πολύ, όπως και τα πόδια μου στο πάτωμα που πέρασε από το μυαλό μου πως έκανε σεισμό…Αυτό μας έλειπε, σκέφτηκα, ζώντας ένα ισχυρό και καταλυτικό εφιάλτη που στα όνειρά μου μ’επισκέπτεται από παιδί ακόμα και τον αναβιώνω αδιέξοδα πάντα…Τώρα, νάτος εδώ μπροστά μου και η κοιμισμένη γη επαναστατεί και με προκαλεί να πηδήξω κι εγώ από το μπαλκόνι …και να πάω να βρω τις κούτες που πέταξα πριν, σαν η ρεβάνς από τις πικρές σοκολάτες που τις εξοστράκισα τόσο πρόθυμα και οριστικά να με διαλύσει…
Με πιάνει εκείνη η παλιά μανία με τους τρόμους μου…Δηλαδή νιώθω πως όλα κάτι υπαινίσσονται, φαντάζομαι συνωμοσίες και των ελαχίστων πίσω από την πλάτη μου. Σηκώθηκα με βαριά καρδιά, σέρνοντας εγώ τα ξυπόλητα πόδια μου αυτή τη φορά και κατάπια με τη μία ηρεμιστικά όσα χώραγε η χούφτα μου…
Κατευθύνθηκα προς το κρεβάτι…Από πάνω εξακολουθούσε ο ήχος που όσο περνούσε η ώρα χαμήλωνε αλλά με φόβιζε πιο πολύ η μακαβριότητά του…
Σκέφτηκα το δικό μου σκυλί, τη σκύλα μου, μα βέβαια πώς το είχα ξεχάσει…Η Ζίνα είναι ένα μπουλ-τεριέ, τώρα πια κοντεύει τα τέσσερα, αλλά όταν την πήρα ήταν ένα μικρούλι δίχρωμο σχεδόν κουτάβι που όλο το έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά μου.Τη χρειαζόμασταν κυρίως στο εξοχικό μας στο Πήλιο και όχι στην Αθήνα…Της είχαμε δικό της σπίτι και γύρω γύρω κάγκελα, τα σκυλιά αυτά είναι φύλακες με πολύ άγρια ένστικτα…Ήταν πανέμορφη, ακόμα είναι μόνο που τώρα την τρώει εκείνο το σαράκι που δεν της αφήνει καμιά γλυκάδα στο πρόσωπο, έτσι είναι διαρκώς σαν σε καταστολή και τα άγρια ένστικτά της που άλλοτε της τα παινεύαμε, τώρα εκφυλίστηκαν τόσο που έχει πιάσει φιλία και με γάτους που τους μισούσε και γαύγιζε πριν ακόμα τους μυριστεί, που λέει ο λόγος δηλαδή…Όταν ήταν κοντά στα ενάμιση, ο Άλεξ, σκύλος Δαλματίας αλλά ημίαιμος, μπήκε κρυφά στο σπίτι της ένα βράδυ και τη βίασε…Πολύ τραυματική εμπειρία στ’αλήθεια…και η πολύ μικρή Ζίνα έμεινε έγκυος αν και ο γιατρός μας είπε ότι δεν είχε αναπτύξει ακόμη το μητρικό ένστικτο. Ωστόσο ούτε να τη στειρώσουμε μπορούσαμε, έπρεπε να μείνει τουλάχιστον δύο φορές έγκυος…Τι να κάναμε περιμέναμε υπομονετικά όπως κι εκείνη να γεννήσει τα παιδιά του Άλεξ ο οποίος μετά λίγο καιρό απεβίωσε ο καημένος, τα είχε και τα χρονάκια του…
Η μέρα που η Ζίνα θα γεννούσε έφτασε. Ταλαιπωρήθηκε αρκετά στον τοκετό, αφού είχε σκάψει τη λακκούβα της μέσα στο χώμα, τα γεννούσε αργά και βογκώντας ένα ένα, ώσπου γέννησε πέντε, το ένα πιο όμορφο από το άλλο και μόνο ένα από αυτά ήταν άσπρο με κυκλικές μαύρες βούλες αλλά με πρόσωπο τριγωνικό όπως της μητέρας του…
Δεν πλησιάσαμε, μόνο από μακριά τα βλέπαμε. Όταν αυτά τα σκυλιά γεννούν δεν πρέπει επ’ουδενί να αισθανθούν ότι κάποιος απειλεί τα παιδιά τους ούτε πρέπει να μυρίσουν πάνω τους άλλη μυρωδιά εκτός από τη δική τους…
Όταν η Ζίνα γέννησε κόντευε βράδυ, έτσι πέσαμε για ύπνο και την επομένη, στο φυσικό φως της ημέρας, θα βλέπαμε τα κουτάβια…
Ξύπνησα πολύ νωρίς με αδημονία….Όταν έφτασα κοντά στο σπίτι της το θέαμα που αντίκρισα ήταν φρικτό. Έβγαλα μια κραυγή και αμέσως έκανα εμμετό. Τα κουτάβια ήταν όλα μισοφαγωμένα…καναδυό ήταν πνιγμένα και αφημένα στην άκρη. Το πιο αηδιαστικό και αποτρόπαιο θέαμα το είδα με το ασπρόμαυρο…Το είχε πνίξει και μετά κάθησε να το φάει με την ησυχία της αλλά δεν το κατάφερε όλο, είχε χορτάσει από τα προηγούμενα. Φώναξα με τρόμο τ’αδέρφια μου. Εκείνη καθόταν μέσα στο σπίτι της ατάραχη λες και δεν έτρεχε τίποτα. Μαζέψαμε τα απομεινάρια των κουταβιών και τα θάψαμε σ’ένα απομακρυσμένο μέρος του κήπου.
Μετά από λίγη ώρα εκείνη φαίνεται πως άρχισε να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί και πήγαινε συνέχεια στη λακκούβα που τα γέννησε να «πάρει» τη μυρωδιά τους…
Όταν εννόησε το αποτρόπαιο συμβάν, έκλαιγε στην ίδια λακκούβα όλο το εικοσιτετράωρο με λυγμούς και αναφιλητά , κάθε μέρα κλαίει από τότε…δυόμιση χρόνια με τα ίδια δάκρυα, τις ίδιες γοές, τα ίδια βογκητά. Ο γιατρός είπε πως ήταν πολύ μικρή για να γίνει μητέρα και όπως συμβαίνει συνήθως το ένστικτο του κυνηγού-κανίβαλου υπερισχύει του μητρικού φίλτρου. Διέγνωσε και ψυχική νόσο και της χορήγησε ψυχοφάρμακα τα οποία παίρνει ακόμη…
Τι κακό που θυμήθηκα τώρα όλη αυτή την ιστορία…Είχα πει πως δεν θα την ξαναβάλω στο μυαλό μου…Ξαναγύρισα στο κρεβάτι και τα θαυματουργά χαπάκια πρέπει να λειτούργησαν εγκαίρως και να έκαναν το θαύμα τους γιατί παραδόθηκα σ’ένα μάλλον γλυκό ύπνο και ξύπνησα από το τηλέφωνο κατά τις έντεκα και μισή.
Ήταν η φίλη μου και ήθελε να περάσει για καφέ, της το ξέκοψα, σήμερα το είχα βάλει σκοπό να ξεμπερδέψω με τη σελίδα 250, θα την έστηνα στον τοίχο και θα την εκτελούσα, όχι καλύτερα θα την απαγχόνιζα….όχι όχι μάλλον θα την «πηδούσα» και θα πήγαινα λίγο πιο κάτω στην ιστορία μου. Ο κόσμος να γύριζε ανάποδα αυτό έπρεπε να τελειώνει σήμερα…
Η μέρα πέρασε με τηλεφωνήματα, εγγραφές, καταγραφές, τσιγάρα, μοσχοφίλερα και μελιαστά και παγωμένα νερά, τσάγια και στο τέλος τεκίλες…
Πώς μπορούσα τότε και τα έτσουζα μόνη μου ένας θεός ξέρει…
Το βράδυ αποκαρωμένη με πήρε ο ύπνος μπρούμυτα στο γραφείο με το πρόσωπο χωμένο στους χαρτοσωρούς μου όπως του Τόνι Μοντάνα στον Σημαδεμένο στην κοκαΐνη…
Την ίδια ακριβώς ώρα, όπως υπολόγισα, με ξύπνησε πάλι ο ήχος του συρσίματος της αλυσίδας και τα μουγκρητά….ίδιος και απαράλλαχτος όπως και ο χθεσινός. Ταράχτηκα. Πετάχτηκα πάνω και σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στο φίλο μου το Στέφανο, τι να μου κάνει κι εκείνος από την Πάτρα, τίποτα σκέφτηκα απλώς να του μιλήσω αλλά μήπως τον ανησυχήσω τέτοια ώρα, για τους δικούς μου ούτε λόγος, εδώ έκανα τέτοια ιστορία να μείνω μόνη μου, ειδικά μετά το χωρισμό μου με το Φάνη…απαπαπα…η Έρη μήπως, ούτε ούτε έχει το παιδί πού να την ξυπνάω τώρα άσε που σηκώνεται και χαράματα για τη δουλειά, μήπως ο Δημήτρης, όχι θα έχει δουλειά αυτή την ώρα…μήπως στην τελική να έπαιρνα το Φάνη, μπα θα το παρεξηγήσει και θα το εκλάβει ως συγνώμη και ότι τον θέλω πίσω. Δηλαδή μπορεί και να τον θέλω αλλά καλύτερα αυτό να το δω νηφάλια και όχι τώρα, στη μέση της νύχτας καβάλα στο σκουπόξυλό μου που θα έλεγε και κείνος που πάντα με φώναζε «ξωθιά»…
Ρε μπας και είχε δίκιο? Μήπως δεν είμαι και τόσο καλά και τα φαντάζομαι…Ο ψυχαναλυτής μου, μου το έχει τονίσει άπειρες φορές, δεν χρειάζονται άλλες μάχες μέσα μου για να δω αν θέλω ή δεν θέλω τον Φάνη. Όφειλα να μείνω μόνη μου. Εγώ με τον εαυτό μου. Δηλαδή με τον άλλο μου εαυτό. Άρα όχι και τελείως μόνη μου. Δύο θα είμαστε πάλι, μη σου πω και τρεις και τέσσερις….
Ο ψυχισμός μας είναι τόσο ευάλωτος ακόμα και σε ενδογενείς αμφιρρέπειες…πόσο μάλλον σε «φόβητρα» που ανακλώνται από τους έξω του κύκλου του. Υπό την πίεση όλων αυτών των βραδυνών ακροαμάτων καθώς και η ιστορία με τη σελίδα, συχνά βλέπω μπροστά στην οθόνη των ονείρων μου, τεράστιους όγκους όρεων, φυλακές καγκελόφραχτες, ανεπιθύμητα πάντα…
Πραγματικά δεν ξέρω να πω, αν ο Φάνης ήταν εδώ, αν αυτό θα μ’έκανε να νιώθω καλύτερα ή χειρότερα. Δεν αισθάνομαι καθόλου ελλιπής επειδή δεν έχω μια σχέση…
Ποιος λέει ότι όταν βρίσκει κάποιος ταίρι είναι ευτυχισμένος κατά κανόνα? Μάλλον κανείς…Την ισορροπία και την ευτυχία τη βρίσκει κανείς μέσα του, αναθεωρώντας και «χαμηλώνοντας» ίσως κάποιες προσδοκίες του…Κανένας δεν μπορεί να τα έχει όλα και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να ζητάει εγγυήσεις ζωής από τον άλλον…
Τέλος πια μ’αυτές τις αυτιστικές αναλύσεις μου, ο ύπνος με θέλει πίσω, χωρίς χαπάκια αυτή τη φορά…και του κάνω το χατίρι…
Οι μέρες και τα βράδια που πέρασαν είναι σχεδόν δεκαπέντε και εγώ ακόμα δεν έχω κατορθώσει να ξεφύγω από τον τόπο βασανιστηρίου της σελίδας 250, γιατί ενώ την πήδηξα και βρίσκομαι πολύ παρακάτω, σαν το δολοφόνο που επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, γυρίζω και ξαναγυρίζω σ’αυτή, με την αισιοδοξία που συντηρεί πάντα μια ανόητη ελπίδα πως κάθε μέρα είναι η μέρα που θα την «πάρει ο διάβολος»…
Επιπλέον και τα συρσίματα από τον πάνω όροφο δεν έχουν τελειωμό. Εκτός ότι με ξυπνούν πάντα την ίδια ώρα και κάθομαι οκλαδόν στο κρεβάτι κάνοντας απολογισμούς και αποτιμήσεις στο ύφος και με το περιεχόμενο των προηγουμένων-κάτι που δεν αντέχεται για πολύ, σας διαβεβαιώ- τώρα συμβαίνουν και κατά τη διάρκεια της ημέρας…με αποτέλεσμα να με αποπροσανατολίζουν ακόμη πιο πολύ από το γραπτό μου. Έχω αγανακτήσει. Αποφάσισα με κάποιο πρόσχημα να επισκεφτώ την κυρία Αριάδνη και πολύ διακριτικά να της μιλήσω.
Πήρα τα χρήματα των κοινοχρήστων, η ώρα θα ήταν έντεκα πάλι το πρωί. Ανέβηκα όπως ήμουν με τη φόρμα και τα αθλητικά και χτύπησα δειλά το κουδούνι. Περίμενα πάλι κανένα δεκάλεπτο μέχρι που άκουσα από μέσα τα μουδιασμένα βήματά της να σέρνονται προς την πόρτα…
Μου άνοιξε…με ακόμα πιο μεγάλους κύκλους γύρω από τα μάτια και χωρίς να τραβήξει το σύρτη με κοίταζε κάπως αμήχανη πίσω από την πόρτα, θα πρόσθετα και νευρική. «ήρθα για τα κοινόχρηστα», ψιθυρίζω, καθώς όλο το κλίμα του διαμερίσματος επέβαλε αυτή τη σιγανή και χαμηλή «συμπεριφορά». «Μπορώ να περάσω?»…Μετά από μια παύση ολίγων δευτερολέπτων και αφού γύριζε το κεφάλι της πίσω, και κάπου που δεν μπορούσα να δω τι είναι, μου είπε «πέρασε», τόσο απρόθυμα που ζητούσα ν’ανοίξει η γη να με καταπιεί που είχα αποτολμήσει μια τέτοια ερώτηση με αδιακρισία…
Πέρασα και κάθισα στην ίδια γωνία του καναπέ. Το διαμέρισμα ήταν περισσότερο αναστατωμένο από άλλες φορές. Και όχι μόνο αυτό…Την ώρα που μου έβαζε το καθιερωμένο παγωμένο ποτήρι με νερό, παρατήρησα ότι κάτω από τα έπιπλα υπήρχαν ακαθαρσίες και πάλι το μυαλό μου πήγε στο σκύλο, που υπέθετα πως ζει μαζί της, και γενικά μια οσμή ούρων αναδύονταν από παντού και χαλασμένου φαγητού, μια δυσωδία, που αν δεν έπινα ακριβώς εκείνη τη στιγμή το νερό, σίγουρα θα έβγαζα και τα έντερά μου πάνω στο βικτωριανό καναπέ…
«βολέψου», μου λέει με μια τόλμη απρόβλεπτη. «Πρέπει να σου πω κάποια πράγματα». Πριν προλάβω να της πω και να τη ρωτήσω οτιδήποτε, πήρε την κούπα της που μάλλον είχε τσάι και άρχισε να μου αφηγείται…
« Παντρεύτηκα πολύ μικρή, αμέσως μόλις τελείωσα το σχολείο. Αγαπούσα τον άνθρωπο αυτόν, ήμασταν συμμαθητές από την πρώτη δημοτικού και κάναμε παρέα σαν παιδιά αλλά και αργότερα ως έφηβοι. Όταν μπήκαμε στο Λύκειο, κάναμε σχέση. Κι εκείνος μ’αγαπούσε πολύ, τώρα έχω καταλάβει πως δεν ήταν αγάπη αλλά μια τρομερή εξάρτηση που τον έκανε να θέλει να βρίσκεται κοντά μου. Φτιάξαμε αυτό εδώ το σπίτι, πρώτα το κάτω-αυτό που μένεις εσύ, εκεί περάσαμε τα πρώτα χρόνια της συμβίωσής μας- και σιγά σιγά και αυτό εδώ το πάνω στο οποίο εγκατασταθήκαμε οριστικά. Εγώ δεν δούλευα, και είχα εγκαταλείψει μια σχολή στην οποία είχα περάσει. Προτίμησα να ασκήσω την κλίση που είχα στη ζωγραφική, έφτιαξα κι ένα μικρό ατελιέ στους πάνω ορόφους-το σπίτι επάνω είναι τρίπατο-. Να, όλα αυτά που βλέπεις στους τοίχους είναι δικά μου έργα. Έκανα και δύο τρεις εκθέσεις και τα πράγματα πήγαιναν καλά, πουλούσα και κάποια κομμάτια. Πέρασαν τα χρόνια και δεν μπορούσαμε να κάνουμε παιδιά. Εκείνος είχε κάποια προβλήματα που του δημιούργησαν κάποια ψυχοσωματικά νοσήματα, με συνέπεια να τρέχουμε στους γιατρούς, σε ψυχολόγους και ψυχιάτρους και παράλληλα και σε γυναικολόγους για μένα γιατί κι εγώ είχα προβλήματα με τη μήτρα και τις σάλπιγγες. Αυτή η ιστορία κράτησε για πάνω από πέντε χρόνια. Ο καθένας έπαιρνε τα φάρμακά του που ήταν πολλά και διάφορα για τους δικούς του ιατρικούς λόγους. Η ζωή μας κύλαγε έτσι διαλυμένη αλλά είχαμε ο ένας τον άλλον κι αυτό μας διασφάλιζε μια υποτυπώδη ισορροπία. Βγήκαμε και στο εξωτερικό, είχε χρήματα και η δουλειά του, του εξασφάλιζε ακόμα περισσότερα αλλά φως δε βλέπαμε κανένα, μέχρι που συνηθίσαμε αυτή την καθημερινότητα που κινούνταν μεταξύ γιατρών, νοσοκομείων, ψυχοφαρμάκων και άλλων παρασκευασμάτων που μας επέτρεπαν να επιβιώνουμε μέσα στους κινδύνους που εγκυμονούσε η ζωή μας. Τη σχέση μας δεν τη «χάσαμε» τότε και ξέρεις γιατί? Γιατί τα πολύ δύσκολα δεν είχαν έρθει ακόμα.
Τον έκτο χρόνο αυτών των μαρτυρίων διαπιστώνω πως μένω έγκυος. Αυτό μας έδωσε μια πλατιά χαρά και το χαμόγελο ήρθε ξανά στα χείλη και των δύο. Τότε όμως δεν υπήρχαν ούτε τα μέσα ούτε ο προγεννητικός έλεγχος. Έπρεπε να περιμένουμε ως τον τοκετό για να δούμε αν το μωρό θα ήταν καθ’όλα υγιές. Η εγκυμοσύνη ήταν έτσι κι αλλιώς παρακινδυνευμένη λόγω των φαρμάκων που παίρναμε τότε και οι δύο και μάλιστα πολλές φορές ο γυναικολόγος με είχε ρωτήσει αν θα ήθελα να τη διακόψω. Του απαντούσα κατηγορηματικά πως θα ρίσκαρα, είχαν φουντώσει οι αισιοδοξίες μέσα μου, επηρεασμένες από την ανέλπιστη χαρά που δίνει σε κάθε γυναίκα αυτή η προσμονή της μητρότητας…πέρασαν εννέα μήνες κι εγώ καθηλωμένη στο κρεβάτι.
Καθώς τελείωνε και ο ένατος, μ’ έπιασαν οι πόνοι και πήγα να γεννήσω, με καισαρική τομή. Μου έκαναν την ηρεμιστική και ξύπνησα μετά από δύο περίπου ώρες περιμένοντας, αδημονώντας, αγωνιώντας, να μου πουν για το μωρό, παρά τους φρικτούς πόνους που ένιωθα. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου στο μαιευτήριο, και μέσα στη θολούρα μου, βλέπω πάνω από το κεφάλι μου να στέκονται γιατροί και συγγενείς με δάκρυα και εκφράσεις που είναι αδύνατον να ξεχάσω όσο και να σου περιγράψω. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στο κακό. Υπέθεσα πως το παιδί που γέννησα ήταν σίγουρα νεκρό. Άρχισα να κλαίω στην αρχή σιγανά μετά πιο γοερά με αναφιλητά και βογκώντας και ουρλιάζοντας και σπαράζοντας μην περιμένοντας καμιά απάντηση…
Οι γιατροί με άφησαν να εκτονωθώ και να ηρεμήσω μέχρι να μου πουν τι πραγματικά συμβαίνει. Κάτι που ήταν ακόμη τρομακτικότερο και ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο σενάριο τρόμου… «Θα ήθελες λίγο νεράκι ακόμα?», με ρωτάει ξαφνικά, ενώ είχα κρεμαστεί τόσο από τα λόγια της που ούτε καταλάβαινα αν διψούσα, ζεσταινόμουν κλπ…Σαν ο οργανισμός μου να είχε απορρίψει-αφού υπολειτουργούσαν ή ήταν ανενεργές- όλες τις άλλες αισθήσεις μου και συντηρούσε σε πλήρη εγρήγορση την ακοή και την όραση… «όχι, ευχαριστώ», απάντησα εκπνέοντας μέσα στο λήθαργό μου… «συνεχίστε παρακαλώ»
Λοιπόν, όπως σου έλεγα τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα, τόσο που δεν το βάζει ο νους του ανθρώπου. Το «παιδί» που είχε γεννηθεί δεν ήταν παιδί ακριβώς…Προφανώς, τα φάρμακα που παίρναμε κι εγώ και ο άντρας μου, όλα εκείνα τα χρόνια έκαναν μια ανεπανόρθωτη ζημιά…»
Τα δάκρυα τρέχανε σαν χείμαρροι από τα μάτια της και θέλοντας να την ηρεμήσω της έπιασα και τα δύο χέρια και τα έσφιξα μέσα στα δικά μου. Δεν ήξερα τι να πω, δεν ήξερα τι θα άκουγα παρακάτω αλλά ένιωθα τέτοιο τρόμο και συνάμα συμπόνια γι’αυτή τη γυναίκα που ήθελα να συμπαρασταθώ και χωρίς να ξέρω τίποτα…
Συνεχίστε, της είπα, μη σταματάτε τώρα. Μοιραστείτε το μαζί μου…
Συνέχισε μέσα από τα αναφιλητά της, σίγουρα η αναβίωση αυτού του γεγονότος ή θα της έκανε ακόμα μεγαλύτερο κακό ή το μεγαλύτερο καλό…
Το «μωρό» γεννήθηκε όχι με ανθρώπινη μορφή…καλύτερα όμως να μη στο περιγράψω, καλύτερα να το δεις μόνη σου σε λίγο. Απλώς θα σου πω, πως πριν μου πουν οτιδήποτε άλλο, με ρώτησαν αν θέλω να ζήσει, πάλι υπέθεσα κάτι αποπροσανατολιστικό, δηλαδή φαντάστηκα ότι ο χειρότερος εφιάλτης μου πραγματώθηκε και το παιδί γεννήθηκε ανάπηρο διανοητικά ή με σύνδρομο Ντάουν καθώς αυτός ο κίνδυνος που απέρρεε από τις παρενέργειες της χρόνιας φαρμακευτικής και βαριάς αγωγής δεν είχε φύγει ποτέ από το μυαλό μου σαν άγχος, φόβος και αγωνία. Με ρώτησαν λοιπόν αν θα επιθυμούσα να γίνει σιωπηρώς κάποιου τύπου ευθανασία στο παιδί ή αν μπορούσαν να το πάρουν για πειράματα. Τότε άρχισα να ψυλλιάζομαι τι συνέβαινε…Παρ’όλα αυτά και μέσα στην οδύνη μου, δεν το είχα δει ακόμα, δεν το είχα σφίξει στην αγκαλιά μου, ό,τι κι αν ήταν αυτό που έφερα στον κόσμο, ήμουν η μητέρα του, βγήκε από τα σπλάχνα μου, δε θα το αρνιόμουν…»
Σηκώθηκε αργά, τα δάκρυά της είχαν ποτίσει τη ρόμπα της που σερνόταν κι αυτή στο πάτωμα, τα δάκρυά της έφταναν στους αστραγάλους της κι έπεφταν σαν ραγδαία καταιγίδα στο πάτωμα. Όλο το πάτωμα είχε ποτίσει δάκρυα…
Ανέβηκε τα σκαλιά αργά και κάτι μουρμούριζε σε κάποιον. Ακούστηκε μια πόρτα να ανοίγει και μετά να κλείνει σιγά και κατόπιν ο ήχος από την αλυσίδα που πια θα τον αναγνώριζα ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους ήχους ακόμα και παρόμοιους. Άρχισε να κατεβαίνει την εσωτερική ξύλινη σκάλα αργά όπως υπέθεσα, και μάλλον μ’αυτό το «κάτι», που ως τώρα πίστευα πως ήταν «σκυλί»… Άλλωστε από κει που καθόμουν δεν μπορούσα να δω πολλά πράγματα.
Το άφησε να περιμένει στη γωνία και κάπου μου φάνηκε ότι το έδεσε…Ήρθε προς το μέρος μου και με ρώτησε αν ήμουν έτοιμη να γνωρίσω το «παιδί» της…
Κάνω ένα αβέβαιο νεύμα «ναι»? «ίσως»? κουνώντας το κεφάλι μου με κλίση προς τα κάτω, αλλά η κίνηση έμεινε μετέωρη πριν προλάβει το σαγόνι να φτάσει στο ύψος του λαιμού, κάτι που θα καθιστούσε έγκυρη και απόλυτη τη σαφήνεια του νεύματος.
Έσερνε πίσω της κάτι που δεν μπόρεσα να καταλάβω τι ήταν ακριβώς καθώς έμοιαζε συνεσταλμένο και προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από τη ρόμπα της…
Σε λίγο όμως τράβηξε την αλυσίδα και το έφερε μπροστά και τότε…αυτόματα έβαλα τη μια παλάμη στα μάτια μου και την άλλη μπροστά στο στόμα…βγάζοντας ένα τεράστιο «βογκητό» μάλλον πόνου γι’αυτό που έμελλε ν’αντικρίσουν τα μάτια μου…
Θεέ μου, τι κάνεις στους ανθρώπους? Γιατί δεν έπαιρνες κοντά σου αυτό το πλάσμα από νωρίς? Γιατί το άφησες να παιδεύεται μαζί με μια μητέρα, της οποίας ακύρωσες κάθε ιδιότητα και υπόσταση? Γιατί?
Το «ον» είχε ένα γκριζοπράσινο κοντό τρίχωμα, τα πόδια του ήταν δύο, τα πίσω, αλλά και τα χέρια, πιο κοντά, τρίχινα κι αυτά σαν κατσικιού, σαν πόδια έμοιαζαν. Τα πίσω ήταν τόσο λεπτά και ευάλωτα γι' αυτό μπουσούλαγε σχεδόν στα τέσσερα…Αντί για στόμα είχε μια κοντόχοντρη προβοσκίδα, η μύτη του σχεδόν δεν εξείχε από το πρόσωπο, απλώς δύο ρουθούνια τεράστια, μαύρες τρύπες είχαν αντικαταστήσει τη θέση της μύτης. Υπολόγισα πως ήταν περίπου πενήντα πόντους στο ύψος και με αρκετά μυώδες σώμα που έμοιαζε κάπως με της Ζίνας. Θα ορκιζόμουν πως παρόμοιο «ον» δεν έχω δει ούτε σε ταινίες φρίκης στο σινεμά. Θυμήθηκα μικρή, όταν είδα στην τηλεόραση τον «άνθρωπο-ελέφαντα» πώς ένιωσα και τρομοκρατήθηκα τόσο που αυτό το έβλεπα στα όνειρά μου μέχρι τα είκοσι, αυτός ο εφιάλτης με συνόδευε ως τότε που ξαναείδα την ταινία και αγάπησα πραγματικά τον «άνθρωπο-ελέφαντα» λες και ήταν δικός μου άνθρωπος…
Όταν έφτασα όμως στα μάτια του διαπίστωσα ένα μεγαλειώδες βλέμμα…Μάτια ελαφιού, αυτά σίγουρα τα πήρε από την κυρία Αριάδνη, πανέμορφα μάτια, ντροπαλά και φοβισμένα…Με κοιτούσε με απορία αλλά και με κάποια γλυκύτητα που δεν μπόρεσε να περάσει απαρατήρητη από τη δική μου διεισδυτική ματιά…
Θα μπορούσα ώρες να κοιτάζω μαγεμένη και με δέος εκστατικό αυτό το απύθμενο βλέμμα.
Καθώς η ώρα περνούσε κι εγώ με τη σειρά μου ξεπερνούσα το πρώτο δυνατό σοκ, άρχισα να μιλάω απευθυνόμενη στην Αριάδνη η οποία είχε καθήσει στον καναπέ, βγάζοντας την αλυσίδα από το «ον» και παίρνοντάς το στην αγκαλιά της και χαϊδεύοντας το λέγοντας του τρυφερά λόγια που με συγκινούσαν αφόρητα και έβαλα τα κλάματα…
«φοβάσαι», με ρώτησε… «γιατί κλαις», η φωνή της ακουγόταν πιο ανακουφισμένη, τα δικά της δάκρυα είχαν σταματήσει…
«δε φοβάμαι», «ακούω την τρυφερότητα και την αγάπη σας για το μικρό σας»…
«δεν είναι πια μικρός, ο Τριστάνος, κοντεύει τα εικοσι οχτώ και είναι πολύ καλά στην υγεία του, δόξα τω Θεώ(πώς μπορεί να δοξάζει το Θεό με αυτό που της έστειλε? Αναρωτιόμουν…)
Ο Τριστάνος απολάμβανε την αγκαλιά της και τα χάδια της μουγκρίζοντας αραιά και πού, άλλοτε γουργουρίζοντας σαν γάτα και άλλοτε αρθρώνοντας κάτι παράξενες κραυγούλες που πολύ έμοιαζαν με τα φωνήεντα και τα σύμφωνα της αλφαβήτου τοποθετημένα σε αναγραμματισμούς. Πόσα θαύματα μπορεί να κάνει η αγάπη…
Μεταξύ τους υπήρχε μια υπέροχη αγάπη και μια επικοινωνία βαθιά και ουσιαστική που μπορούσες να τη διαπιστώνεις κάθε στιγμή και που δεν έχω δει μεταξύ των άλλων «φυσιολογικών» γονιών με τα παιδιά τους…
Μου ζήτησε συγνώμη γιατί έπρεπε να βάλει στον Τριστάνο να φάει. Έφερε ένα πιάτο με βραστό κρέας και σαλάτα, το ακούμπησε στο κοντό τραπεζάκι του σαλονιού και δίπλα άφησε λίγο νερό σ’ένα ρηχό τάσι και μια μπανάνα ξεφλουδισμένη…
Ο Τριστάνος αντιλήφθηκε ότι είχε φτάσει η ώρα του φαγητού του και σηκώθηκε στα δύο πισινά του πόδια, ακούμπησε τα άλλα δύο στο τραπεζάκι, κι άρχισε να ρουφάει με τη μουσούδα-προβοσκίδα τη σούπα με το λιωμένο κρέας. Κατόπιν ήπιε νερό και η κυρία Αριάδνη του έλιωνε την μπανάνα και του την έδινε να τη φάει σιγά σιγά…
Όταν το γεύμα τελείωσε του φόρεσε ξανά την αλυσίδα του, η οποία χρησίμευε μόνο για τη μεταφορά του που ήταν εξαιρετικά δύσκολη…καθώς δεν μπορούσε να τον σηκώνει συνεχώς στην αγκαλιά της ήταν και 45 κιλά και εκείνη όπως μου είχε πει έπασχε χρόνια από τη μέση της . Ήθελε για όσο μπορούσε να κρατηθεί γερή για να φροντίζει το γιο της όπως μου εξομολογήθηκε…
Ζήτησε συγνώμη, έπρεπε να τον βάλει για ύπνο. Μου ζήτησε να μείνω, αν θέλω, να πιούμε και καφέ και της το υποσχέθηκα. Ζήτησε από κείνον να μου πει αντίο και να με αποχαιρετήσει. Καθώς με πλησίαζε ένιωσα αμηχανία τεράστια-είναι αλήθεια αλλά όχι σιχασιά, όχι με τίποτα- εκείνος παραδόξως εννόησε επαρκέστατα το τι του είπε και άπλωσε το μπροστινό «χέρι» του και κοιτώντας με, με κείνα τα τεράστια ελαφίσια μάτια του, με χάιδεψε στο γόνατο. Άπλωσα κι εγώ το χέρι μου διστακτικά και άγγιξα τρυφερά την περιοχή του κεφαλιού του. Τι υπέροχο, πόσο ευγενές πλάσμα…
Η κυρία Αριάδνη επέστρεψε σε λίγο φέρνοντας ζεστό καφέ και κουλουράκια και καθίσαμε πιο άνετα τώρα στους καναπέδες, εγώ μάλιστα, έβγαλα τα παπούτσια μου-μια συνήθεια που δεν με εγκαταλείπει ποτέ- και ανέβασα τα πόδια μου στον καναπέ.
«λοιπόν?» με ρωτάει
«έχω μείνει άφωνη με όσα είδα και άκουσα σήμερα…σας θαυμάζω ειλικρινά, δεν έχω λόγια, οι λέξεις είναι πάντα ανεπαρκέστατες για τις περιγραφές τόσο δυνατών συναισθημάτων…καταλαβαίνετε…»
«νομίζω πως εσύ καταλαβαίνεις και αισθάνεσαι…γι’αυτό αποφάσισα και να σου μιλήσω , γιατί διέκρινα από την πρώτη στιγμή την ανθρωπιά σου και σ’ευχαριστώ γι’αυτό. Σ’ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου.»
«εγώ πρέπει να σας ευχαριστήσω που με καταστήσατε κοινωνό μιας τόσο σπουδαίας και αμοιβαίας αγάπης. Ω! ελάτε, ας μην αναλωθούμε σε φιλοφρονήσεις, μιλήστε μου για τα παρακάτω, για τον Τριστάνο, για τον μπαμπά του…Τι απέγινε?»
«κι αυτό είναι μια άλλη αιμάτινη ιστορία…Εκείνος επέμενε να θανατώσουμε το παιδί με κάποιο ανώδυνο τρόπο και να μην ξαναρωτήσουμε για εγκυμοσύνες και τα λοιπά. Δεν το ήθελε καθόλου, τον αηδίαζε, δεν το ένιωσε ποτέ αίμα του, δεν το κράτησε ποτέ στην αγκαλιά του, ούτε το «χάδι» αυτό που εσύ, «μια ξένη» του πρόσφερες με τόση γενναιοδωρία και περίσσευμα καρδιάς και ανθρωπιάς, ο Τριστάνος δεν το έχει γευτεί από τον πατέρα του…Ποτέ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Με τα πολλά και τις διαβεβαιώσεις των γιατρών ότι ο Τριστάνος δε θα μπορούσε να κρατηθεί για πολύ στη ζωή, τον αποδέχτηκε εν μέρει μόνο ως προς το να τον έχουμε στο σπίτι μας. Εκείνος έλειπε πάντα τα πρωινά κι ερχόταν στο σπίτι αργά το βράδυ. Δηλαδή δεν τον έβλεπε σχεδόν ποτέ, ούτε να τον καληνυχτίσει δεν πήγαινε, ούτε που ρώταγε αν έφαγε, αν είναι καλά, μόνο καμιά φορά που αρρώσταινε από πυρετό ή κάτι άλλο ρώταγε πώς είναι αλλά και πάλι όχι για καλό αλλά για να διαπιστώνει την κρισιμότητα μιας ασθένειας που θα του στερούσε τη ζωή για ν’απαλλαγεί απ’αυτό το βάρος. Πάντα τον έβλεπε σαν βάρος, σαν ένα φρικτό φορτίο που του έτυχε να σηκώσει και βλαστημούσε ώρες ολόκληρες εμένα τα θεία, τους γιατρούς που παρά τα όσα έλεγαν και κάθε μέρα που περνούσε ο Τριστάνος διέψευδε κάθε ιατρική πρόγνωση και διάγνωση που υπέγραφε το θάνατό του…
Αυτό τον έκανε άλλο άνθρωπο. Σαν να υπέστη μεγαλύτερη μετάλλαξη από αυτή του παιδιού του. Οι φίλοι μας κάνανε πέρα, μετά από αυτό το γεγονός και εμείς άλλωστε δεν μπορούσαμε να συναναστρεφόμαστε πια όπως παλιά, ανθρώπους….
Εγώ έγινα αντικοινωνική, έβρισκα διέξοδο μόνο στους πίνακές μου και στην αγάπη του παιδιού μου που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω στον κόσμο. Στιγμή δεν παύω να ευχαριστώ το Θεό που μου έστειλε αυτόν τον άγγελό του, τον πιο όμορφο άγγελο, τον πιο ευγενικό.
Ο Τριστάνος μεγάλωνε χωρίς τον πατέρα του,ευτυχώς όμως είχε τη δική μου παντοτινή αγάπη και αιώνια αγκαλιά. Και μεγαλώνοντας έτσι, κανονικά δηλαδή όπως τα άλλα παιδιά, του διάβαζα παραμύθια πριν κοιμηθεί, του μάθαινα ιστορία, γεωγραφία…το μυαλό του άρχισε ν’αποκτά μια δύναμη σπουδαία, καταλάβαινε τα πάντα, όσα του έλεγα και εγώ το καταλάβαινα κυρίως από τα μάτια του αλλά και από το γεγονός ότι προσπαθούσε να αρθρώνει τις λέξεις και μερικές μάλιστα τις ξέρει. Αυτό ήταν ένα θαύμα όπως είπαν οι γιατροί που τον παρακολουθούσαν αργότερα μα και τώρα….Ένα θαύμα όμως που ούτε αυτό ήταν ικανό να κάνει τον πατέρα του να του δείξει λίγη στοργή, λίγη τρυφερότητα, να τον νοιαστεί όπως ίσως θα νοιαζόταν για ένα σκυλί, για ένα οποιοδήποτε κατοικίδιο…
Δεν τον κατηγορώ, φαντάζομαι ότι η λιποψυχία είναι ένα σύνηθες φαινόμενο για τους κάτι λιγότερο από ανθρώπους. Είχαμε από καιρό απομακρυνθεί σαν ζευγάρι αλλά κυρίως ως άνθρωποι οπότε δεν μου έλειπε ούτε η βοήθεια ούτε η συμπαράστασή του. Έκανα μόνη μου ό,τι ήταν δυνατόν αλλά και το αδύνατον για να είμαι γερή και να μεγαλώσω το παιδί μου με τη συναισθηματική αγωγή που του άξιζε. Και πιστέψτε με η «παιδεία» του Τριστάνου είναι ισάξια ίσως και μεγαλύτερη από αυτή άλλων παιδιών της ηλικίας του αλλά και μεγαλύτερων
(κι αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο καθώς τη διαπίστωσα κι εγώ αυτή την ευγένεια του ήθους του ιδίοις όμμασι…)
Εννοώ ότι όσο παράδοξο κι αν σας φανεί , είμαι υπερήφανη για κείνον. Έχει και κάτι άλλο αυτό το παιδί, μια τρομερή αλάνθαστη διαίσθηση…είδατε πώς ήρθε κοντά σας και αναγνώρισε την ανθρωπιά σας?
Είμαι σίγουρη πως δεν έπεσε έξω…
Μετά ο πατέρας του γνώρισε μια κυρία εν διαστάσει που είχε και δύο κόρες και μετακόμισε στο σπίτι της εγκαταλείποντάς μας σ’αυτό εδώ και αφήνοντάς μας τα έσοδα των ενοικίων για να ζούμε. Το περίμενα πως θα συνέβαινε από μέρα σε μέρα από ώρα σε ώρα, δεν ήταν κάτι που με εξέπληξε….το μόνο γεγονός που μου προκαλούσε μια έκπληξη ήταν η ευθύνη του που δεν αναδέχτηκε ποτέ ότι ήταν και ο ίδιος γεννήτορας και βιολογικός τουλάχιστον πατέρας αυτού του παιδιού, όπως και το γεγονός για το οποίο πάντα διερωτώμαι, αν νιώθει δηλαδή τύψεις και πώς κοιμάται τα βράδια, αν τον αφήνει η συνείδησή του να κοιμάται ήσυχα…τέλος πάντων…
Ντρεπόταν κιόλας να κυκλοφορεί με τον Τριστάνο και η αλήθεια είναι πως ο κόσμος πάντα μας κοιτάζει περίεργα και ακόμα και υποτιμητικά αλλά δε με νοιάζει, το παιδί μου με την αγάπη και την καλοσύνη του τους έχει κερδίσει όλους εδώ στη γειτονιά, ακόμα και τα μικρά παιδιά που έρχονται και του κάνουν παρέα στο σπίτι, όταν ήταν πιο μικρός βέβαια και του μάθαιναν και ποδόσφαιρο. Αυτά είναι υπεραρκετά για να κάνουν μια μάνα περήφανη για το παιδί της…
Αργότερα οι γιατροί είπαν πως η «τερατογένεση» αυτή, μου επιτρέπετε…δεν έχω κανένα κόμπλεξ μ’αυτή τη λέξη. Την εκτιμώ ως αδόκιμη βέβαια για το δικό μου παιδί και υποθέτω πως θα συμφωνήσετε τώρα που τον γνωρίζετε, πως ο Τριστάνος κάθε άλλο παρά τέρας είναι…και άλλωστε υπάρχουν πολλοί χειρότερα ανθρωπόμορφα τέρατα και αυτή η γνώμη ελπίζω να σας βρίσκει σύμφωνη…
(αν συμφωνούσα λέει….)
Λοιπόν οι γιατροί λένε πως τον καιρό που κυοφορούσα το παιδί, δηλαδή όταν βρισκόμουν ακόμα στον δεύτερο προς τρίτο μήνα της κύησης-δηλαδή στους πιο κρίσιμους μήνες της εγκυμοσύνης για όλες τις μέλλουσες μητέρες- εκδηλώθηκαν σε πολλές δασώδεις περιοχές, στην Πάρνηθα, Υμηττό και Πεντέλη, εκατοντάδες πυρκαγιές που έκαψαν τεράστιες εκτάσεις με πευκώνες, έλατα και μαύρη ελάτη. Το θυμόμουν κι εγώ αλλά δεν φαντάστηκα ότι αυτό θα επηρέαζε την εγκυμοσύνη μου περισσότερο από τα φάρμακα που σας έλεγα πριν. Και όμως…
Βγήκαν μετά και είπαν, πάντα βέβαια κατόπιν εορτής πως οι πυρκαγιές είχαν βομβαρδίσει την ατμόσφαιρα με ουσίες εξαιρετικά επικίνδυνες που ακόμα και σε μικρές συγκεντρώσεις έχουν σημαντικές και ακραίες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Ένα τοξικό νέφος, ένα κοκτέιλ ρύπων, που ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, 26 με 27, οι έρευνες δεν έχουν προχωρήσει για να διαπιστωθούν τα συστατικά τους και ποια έκταση κατέλαβε η διασπορά τους, στον ελλαδικό χώρο.
Μετά από αυτή την υπαινικτική και υποδηλούμενη κατεύθυνση στην οποία με έστρεψαν οι γιατροί, για να διαγνώσουν αλλά κυρίως για να αναγνωριστούν οι αιτίες και ν’αποδοθούν οι ευθύνες, πάνω στο «φαινόμενο Τριστάνος», όπως χαρακτηριστικά το ονόμασαν, άρχισα κι εγώ να ψάχνω πιο επισταμένα και να διαβάζω και να πληροφορούμαι ακόμα και από χημικούς περιβάλλοντος. Όχι ότι θα έβρισκα το δίκιο μου ή ότι είχα σκοπό να σύρω κάποιους στα δικαστήρια, έτσι κι αλλιώς, το είχα πάρει απόφαση ότι δεν επρόκειτο να γίνει κάτι ουσιαστικό που θα βοήθαγε το παιδί μου κι εμένα να καλυτερέψουμε τις συνθήκες τις διαβίωσής του. Κανείς δεν ήταν σε θέση εξ’άλλου να μας «διευκολύνει»…
Έμαθα λοιπόν ότι η καύση της βιομάζας των δασών παράγει τεράστιες ποσότητες αέριων ρύπων, αιωρούμενων σωματιδίων και ιπτάμενης τέφρας. Μέσα στις ουσίες αυτές έχουν ανιχνευτεί οργανικές ενώσεις όπως διοξίνες και φουράνια. Σύμφωνα μάλιστα με κάποιες έγκυρες στατιστικές, το 50% εκπομπών διοξίνης, προέρχεται από καμένα δάση. Τότε, το καλοκαίρι εκείνο κάηκε σχεδόν ολόκληρη η Ελλάδα, πάνω από 2 εκατομμύρια στρέμματα δασωδών εκτάσεων, πολλά από τα οποία και εθνικοί δρυμοί, έγιναν στάχτη καθώς καίγονταν για 30 συναπτές ημέρες χωρίς να καταφέρει κανείς να αποσοβήσει τον κίνδυνο από τις πυρκαγιές και να αποτρέψει την πύρινη λαίλαπα…
Φαντάσου λοιπόν, πόσο απ’αυτό το επικίνδυνο μείγμα, που περιλάμβανε διοξίνες και χλωριωμένους υδρογονάνθρακες εκλύθηκε στην ατμόσφαιρα. Οι διοξίνες μάλιστα δεν διασπώνται και εύκολα και συχνότατα ανιχνεύονται στο έδαφος, στα νερά, στις καλλιέργειες και τα ζώα περιοχών που γειτνιάζουν με τις καμένες εκτάσεις. Το πιο ανησυχητικό που άκουσα είναι ότι έχουν τη δυνατότητα να αποθηκεύονται στο λίπος των ζώων αλλά και των ανθρώπων, όπου με την παρουσία τους είναι δυνατόν να προκαλέσουν μεταλλάξεις και τερατογενέσεις.
Σκέψου ότι ως τώρα που μιλάμε, δεν υπάρχει μέριμνα γι’αυτό, ούτε και επίσημες προτάσεις για την αντιμετώπισή του. Σκέψου πληγές! Αν μπορεί κάποιος να τις αναλογιστεί, αν τις χωράει το μυαλό του…
Ο Τριστάνος μου λοιπόν, όπως τείνουν να πιστέψουν οι γιατροί είναι λιγότερο «μωρό των ψυχοφαρμάκων» και περισσότερο θύμα αυτής της τεράστιας μόλυνσης του περιβάλλοντος λόγω ανευθυνότητας των ιθυνόντων…
Κάποτε ήταν η θαλιδομίδη υπεύθυνη, ένα φάρμακο που χορηγούσαν οι γιατροί στις εγκύους προκειμένου να ηρεμήσουν τις ναυτίες τους. Αλλά τότε ήμασταν στα 1950, δεν ξέρανε πολλά πράγματα…Την πλήρωσαν και τότε τα «παιδιά χωρίς άκρα»…αν τα έχεις ακουστά, αλλά τουλάχιστον αυτή η τραγωδία έλαβε κάποτε τέλος και σήμανε την αλλαγή της σχετικής με τα φάρμακα νομοθεσίας, σ’ολόκληρο τον κόσμο.
Όχι ότι ήταν κάτι που θα επανόρθωνε την υγεία των παιδιών αυτών και των γονιών τους αλλά ήταν κάτι, και πάλι έτσι δεν δικαιώνεται κανείς και τίποτα. Τώρα όμως, τι θα έχουν να πουν για τόση δυστυχία που μοιράζουν στον κόσμο? Πώς κοιμούνται τα βράδια? Πώς συνεχίζουν να ζουν αμέριμνοι?
Συζητήσαμε και άλλα για ευθύνες και για το από πού έρχονται και πού πάνε οι σχέσεις των ανθρώπων, για προβλήματα επίκαιρα και διαχρονικά και πολλά άλλα κι εκείνο που κατάλαβα τελικά, ήταν ότι η κυρία Αριάδνη ήταν μια πολύ καλλιεργημένη κι ευαίσθητη γυναίκα, που μέσα από τον πόνο της, η ίδια η ζωή της δίδαξε πολλά αλλά κυρίως την αγάπη, γιατί μόνο η αγάπη μπορεί να κάνει θαύματα σαν κι αυτά που είδα σήμερα με τα μάτια μου. Και στην αγάπη ασκείσαι καθημερινά και τη μαθαίνεις και την εμπλουτίζεις για να την αφήσεις κάπου ζεστά και γλυκά και τότε εκείνη θα έρθει πίσω και θα σε βρει…
Ως συγγραφέας επίσης έχω την άδεια και το δικαίωμα να ταυτίσω το όνομά της σημειολογικά με τον παλιό εκείνο μύθο για τον μίτο της άλλης Αριάδνης του «λαβύρινθου»…
Μπορεί για τους πολλούς να μη σημαίνει κάτι ιδιαίτερο και σπουδαίο, μα για μένα υπήρξε ένα κλειδί που δεν δύναμαι ν’αγνοήσω. Κι αν το μετέφρασα ως κάποιο σημαίνον σημάδι κάποιας βούλησης μπορεί θεϊκής μπορεί δαιμονικής, είναι γιατί από κείνη την ημέρα και μετά, είδα τη ζωή, τις ιδέες, τα συναισθήματα, αλλιώς.
Δέχτηκα ένα μεγάλο δώρο…Βγήκα από αδιέξοδα που ως τότε φαινόταν όντως λαβυρινθώδη και περίπου αιώνια…
Το ίδιο βράδυ η σελίδα 250 σχίστηκε οριστικά και δεν την συμπεριέλαβα καν στο πόνημά μου. Δηλαδή στο βιβλίο μου υπήρχε ένα κενό, το οποίο πιθανώς κάποιοι θα θεώρησαν ότι πρόκειται για λάθος του τυπογραφείου και μόνο εγώ ήξερα ότι το πήδημα από την 249 στην 251 σελίδα έγινε λόγω μιας πολύ εσωτερικής ψυχικής και πνευματικής διεργασίας…
Έβλεπα τον Τριστάνο σχεδόν κάθε μέρα, του πήγαινα ζαχαρωτά που τα υπεραγαπούσε, βγαίναμε βόλτα στο πάρκο και εκείνος που κατανοούσε ότι δεν τον λυπάμαι αλλά τον αγαπώ, μου ανταπέδιδε την τόσο σπάνια αγάπη μέσα από την ακόμη πιο σπάνια ψυχή του…
Κι ακόμα δεν ξέρω αν είναι κόλαση ή παράδεισος αυτό που ζούμε ή που νομίζουμε πως ζούμε, αυτό που εγώ κατάλαβα είναι πως είτε ζούμε σε κόλαση είτε σε παράδεισο χρειαζόμαστε πολύ αγάπη για ν’αναποκριθούμε σε ό,τι το καθένα ορίζει…
Για το καλό και το κακό, το γνήσιο και το νοθευμένο, το άγριο και το ήμερο, το δίκαιο και το άδικο, και για άλλα χίλια τόσα αντίθετα ζεύγη, ό,τι μας κρατάει ζωντανούς είναι η αγάπη που εκπορεύεται από τα πιο αθώα μας ένστικτα, ή μήπως άραγε συμβαίνει το αντίθετο?

Αφιερωμένο στους : Στέφανο, Δημήτρη,Έρση, Αγγελική, Βέρα, Φωτεινή, Άννα,Νίκο,Αποστόλη,Φώτη και Μπάμπη,τους σπουδαίους φίλους μου,για όλα και για πάντα...