Πετάχτηκε στον ύπνο –υπερσυνείδητος ύπνος-, έχει τη δύναμη να τον ταράζει, αυτονομώντας τον από όνειρα άλλα, για να του το γράψει έστω, τηλεγραφικά σχεδόν, μην κατηγορηθεί, γι’ αδιάκοπη κοσμολόγηση, μετά θάνατον. «Σ’ αγαπάω». Στοπ. «Πολύ». Στοπ. «Μου λείπεις». Στοπ. Στοπ. Κατ. Στοπ. «Είναι η φροντίς σε λίγες ώρες. Η φροντίς. Να σου ζητούσα να με συνοδεύσεις, μόνο το μπράτσο σου ήθελα δηλαδή, κι ήταν πολύ. Αποκλειστικά. Στοπ. Ή που θα καταρρεύσω μόνη δίπλα στο φτυάρι, ή που θα με στηρίξει αυτό. Ήταν πολύ, ναι, γι’ αυτό δεν σου το ζήτησα. Τι θα ‘λεγες να πίναμε έναν καφέ μετά τα νεκροταφεία; Αν σε περίμενα Αχιλλέως και Τερψιθέας, τρία σ’ ένα, ένα κονιάκ; Δύο; Τρία; Δώδεκα; Παξιμάδι, ελληνικό; Όχι, ζεστό κονιάκ, θ’ απαντήσεις. Και καλάθια τα γαρίφαλα, ατέλειωτα γαρίφαλα, ούτε στα μπουζουξίδικα τόσοι σωροί. Και σωροί, και σοροί. Δεν τις ξεχνώ. Δεν μ’ αφήνει κανείς να τις ξεχάσω. Τι θα ‘λεγες; Θα ‘ρθεις;». Για τους απαρηγόρητους θεωρητικούς, υπόσχεται ο κυνισμός, εις τους αιώνας, το δέντρο.