Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Aναστασία Γκίτση, τέσσερα ποιήματα







ΣΑΝ ΠΛΑΓΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ


Ίσως τις μελαγχολικότερες ιστορίες τις λέμε
μόνοι μας τα βράδια,
για να βαστάμε τον θάνατο των άλλων
και την μοναξιά τους.
Και σαν πλαγιάζουμε έχουμε πάντοτε
το χέρι μας ξεσκέπαστο
γιατί…
για φαντάσου να έρθουνε όλοι οι λυπημένοι
τη νύχτα και να μην βρουν
ούτε ένα χέρι για να κρατηθούν!

*

ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ
ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ ΦΥΛΑΓΜΕΝΟ


Αχνάρια σμιλεύουν τα όνειρα μας
πρωινές έγνοιες μας ταλανίζουν
τα βράδια σαν γείρουμε ακάλεστοι
στην πικρία της νύχτας.
Με γλυκό του κουταλιού βιώσαμε
την ευτυχία κόντρα στο απόλυτο σκοτάδι
που αναδύουν κάτι παλιά σκονισμένα
στις σελίδες τους βιβλία.
Παραμάσχαλα θα σε πάρω κόσμε
να σου μάθω να χαμογελάς
στα πιο δύσκολα.
Ελπίζω μοναχά
να φτάσει το γλυκό του κουταλιού
που από καιρό σου ‘χω φυλάξει!






ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ

Την ζηλεύω τη γωνία εκείνη της Θεσσαλονίκης
που κράτησε το βλέμμα σου
λίγο πριν το κατεβάσεις να σταυρωθεί με το δικό μου...



Σε κάθε σου χάδι
μεριζόμουν αμερίστως
και όσο εσύ με σπαταλούσες
– σαν τους σπόρους από τα ρόδια αρχαίων εραστών –
άλλο τόσο εγώ περίσσευα
να σου ματώνω τα χείλη με το κόκκινο των καρπών μου.
Ώσπου σταμάτησες…

Και εγώ περίσσεψα τόσο που δε με χώραγε πια
ούτε η ίδια μου η ψυχή…


*

ΈΛΑ ΜΟΥ

Άκου… άκου… άκου με…



Έλα μου,
Έλα μου να με κατοικήσεις.
Αδειανό σαρκίο απόκαμε η επιθυμία μου.