Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Romska Reine {4}




 





Η γιαγιά μου είχε μια φιλενάδα κατσιβέλα. Τη θυμάμαι που έδενε το άλογο στο φράχτη, καθόταν στο πεζούλι της αυλής, ζήταγε αμέσως νερό, να δώσει στο άλογο, να το ξεδιψάσει. Μ' ένα κεντημένο μαντήλι, δεμένο στο κεφάλι της, ξυπόλητη χειμώνα καλοκαίρι, χαϊμαλιά στους αστραγάλους, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ανάμεσα στα στήθια, να στρίβει τσιγάρο, να μιλάει τραγούδια. Μοιράζονταν ένα παγωτό ξυλάκι βανίλια, γελάγανε με τις ώρες -δεν ήξερα γιατί-. Ζυμώνανε ξινό ψωμί, πίνοντας ελληνικό. Μετά έλεγε το φλυτζάνι. Έριχνε και τα χαρτιά, διάβαζε και το χέρι. Αυτό το έκανε μόνο αν επέμενες πολύ. Καμιά φορά, έβγαζε απ' τις τσέπες -ήταν γεμάτες νυχτολούλουδα-, φασόλια περασμένα σε σχοινί. Τα έπαιζε όπως το κομπολόι. Εντύπωση μου έκανε που πάνω στα φασόλια ήταν γραμμένα αρχικά ονομάτων. Όταν έπεφτε το μαντήλι της από τον αέρα, λύνονταν τα μαλλιά της, έφταναν ως τα γόνατα, μαύρα ποτάμια, δεν την πλησίαζα, τη φοβόμουν γιατί ήταν μαυριδερή, και δεν ήξερα τι κρύβει κάτω απ' τις εννιά μακριές φούστες της, που τις φορούσε τη μία πάνω στην άλλη. Μερικές νύχτες που δεν είχα ύπνο, φανταζόμουν να βγαίνουν φτερουγίζοντας από το φουστάνι της, νυχτερίδες, ξωτικά και δράκοι, εκείνη να κοιτάζει τον ουρανό και με μίσος αλλόκοτο να βρίζει το θεό καννίβαλο. Κάπου κάπου έφερνε ένα ακορντεόν. Μεθάγανε με τη γιαγιά από το κερασό. Τότε χορεύανε τα γύφτικα μαζί με τις γάτες. Εκείνη τραγούδαγε σηκώνοντας ψηλά τα χέρια, γύριζε στροφές όπως οι δερβίσηδες. Πάντα γελούσε δυνατά κι αντίλαλος του γέλιου της έφτανε μέχρι πέρα, στο μαχαλά, που μαζευόμασταν με τα παιδιά για κρυφτό. Ήξερα πως ήταν στο σπίτι μας, αργούσα να επιστρέψω. Οι φίλοι μου όμως έφευγαν νωρίτερα. Αναγκαζόμουν να κρυφοκοιτάζω από τη γωνιά του τοίχου, μέχρι να σηκωθεί απ' το σκαλοπάτι και να τινάξει τα ρούχα της. Τότε μόνο έσπρωχνα την καγκελόπορτα κι έτρεχα στο κρεβάτι με τις μουτζούρες μου, από το κύλισμα στα χωράφια, χωρίς να πλυθώ. Έτρεμα τις κατάρες της -είχα διαβάσει στα παραμύθια πως οι κατάρες των τσιγγάνων πιάνουν. Βέβαια εκείνη, σπάνια θύμωνε. Τις πιο πολλές φορές τη θυμάμαι μ' ένα πλατύ, κατάλευκο χαμόγελο και με το βροντερό της γέλιο να ξυπνάει όλο το χωριό. Όταν μεγάλωσα λίγο, εκμυστηρεύτηκα στη γιαγιά τους φόβους μου. Μου είπε πως κάποτε είχε έναν άντρα, -τώρα πεθαμένο-, τρία παιδιά που σκοτώθηκαν όλα. Τι παραξενιά! Αυτή όλο γελάει και τραγουδάει...Δεν φαίνεται δυστυχισμένη, ποτέ δεν κλαίει...Έτσι πενθούν οι ρομάνοι, είπε. Γλεντάνε τον πόνο τους. Μεθούν τον καημό τους.
Όνομα δεν είχε. Δεν το είχα ακούσει ποτέ. Συχνά η γιαγιά τη φώναζε romska reine. Στο χωριό τη λέγανε πάντα "η ξεριζωμένη" ή "η ξεκληρισμένη".




Τακούνια καίγονται στο φούρνο
2η έκδοση