Αυγή Αμπελικάκη
Κρύσταλλο μεγάλο
κρύσταλλο μικρό
βοηθήστε με τη λάμψη σας
την ιστορία μου να πω.
Κρύσταλλο μεγάλο
κρύσταλλο μικρό
εμπόδια κρυστάλλινα και τείχη
βρίσκω μπροστά μου συνεχώς.
Κρύσταλλο μεγάλο
κρύσταλλο μικρό
από τα πόδια τα κρυστάλλινα
πότε, θ’ απαλλαχτώ;
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας τεράστιος πλανήτης, o Γιγαντοπλανήτης. O Γιγαντοπλανήτης που ήτανε δέκα ήλιους μακρύτερα από τη Γη μας. Τα τοπία όμως όπως και όλα τα πλάσματά του ήταν ολόιδια με τα δικά μας.
Στην Αμάνθη στη χώρα των λουλουδιών όπως την έλεγαν, ζούσαν δύο γίγαντες ξεχωριστοί. Ο Βάχωρ και η Βάντα.
Η Βάντα ήταν δρομέας και τοξοβόλος. Σκέψου, έτρεxε με τον άνεμο κι ήταν φορές που τον περνούσε.
Ο Βάχωρ, ο αγαπημένος της ήταν δρομέας και άλτης. Κάθε πρωί διασχίζανε μαζί απ’ άκρη σ’ άκρη την Αμάνθη.
Όταν ο βασιλιάς τους, έκλεισε από γεράματα τα μάτια του, ομόφωνα, τους στέψανε βασιλιάδες. Γιατί, εκτός από δύναμη, είχανε γνώσεις και εξυπνάδα.
Λίγο αργότερα ένα νέο φανταστικό ταξίδευε σ’ όλη τη χώρα. Περίμεναν το μωρό τους. Όλοι μιλούσανε για τα χαρίσματα και τα ταλέντα που σίγουρα θα ήταν προικισμένο.
Πέρασε ο καιρός κι η ώρα να γεννηθεί το πριγκιπόπουλο είχε φτάσει.
Σ’ ένα ποτάμι ενώ η Βάντα δροσιζόταν γέννησε το υπέροχο μωρό της. Ο γιος τους ήταν όπως τον περίμεναν. Ωραίος και δυνατός. Μονάχα τα πόδια του ήταν, πώς να το πω, παράξενα …… Γυαλίζανε κι ήταν διάφανα.
«Είναι κρυστάλλινα». Φώναξε ο Βάχωρ έκπληκτος. «Για να ‘ρθει το παιδί μας στον κόσμο με πόδια κρυστάλλινα, κάποιος λόγος θα υπάρχει».
«Όπως είμαστε εμείς ξεχωριστοί έτσι ξεχωρίζει και το παιδί μας». Συμπλήρωσε η Βάντα.
«Πρέπει να τον προσέχουμε πολύ, μη σπάσει, μην τύχει και ραγίσει. Την κούνια του θα την αλλάξουμε! Πρέπει να παραγγείλουμε κρυσταλλένια».
Συμφώνησαν κι οι δύο.
Όπου και να κοιτούσε το βασιλόπουλο, έβλεπε μικρά και μεγάλα κρύσταλλα. Παρ’ όλες τις πολλές και ιδιαίτερες φροντίδες που απολάμβανε στο παλάτι, δεν ήτανε καθόλου μα καθόλου ευχαριστημένος.
Ήθελε τα παιχνίδια που παίζανε και τ’ άλλα τα παιδιά. Δεν του αρέσανε τα δικά του.
«Εσένα μονάχα τα κρυστάλλινα που είναι στη φύση σου σού ταιριάζουν» του έλεγε η Βάντα κι έβγαζε από τα χεράκια του ότι διαφορετικό κατάφερνε να πιάσει.
Δεν τον αφήνανε ούτε να σηκωθεί. Πάνω σε ένα κρυστάλλινο θρόνο μεγάλωνε, πάνω σε ένα θρόνο με ροδάκια καθόταν και τίποτα δεν ακουμπούσε, τίποτα δεν τον ακουμπούσε.
«Πόσο δυστυχισμένος είμαι» σκεφτόταν το παιδί.
Στα όνειρά του μοναχά τα πράγματα ήτανε καλά. Μπορούσε να τρέχει στο δάσος, να κολυμπάει στα ποτάμια, να σκαρφαλώνει.
Ένα μεσημέρι που όλοι κοιμόταν και καθόταν στον κήπο ένα σταχτί πουλάκι του τράβηξε την προσοχή. Ήταν πιο ζωηρό από όλα τ’ άλλα. Από λουλούδι σε λουλούδι κι από κλαδί σε κλαδί πηδούσε συνεχώς.
«Φαίνεσαι χαρούμενο» του είπε κι έσπρωξε το καρότσι του για να το φτάσει.
«Να μουν ελεύθερος κι εγώ», του είπε αναστενάζοντας βαθιά.
Τα μάτια του γεμίσανε με δάκρυα. Όταν κυλήσανε στο χώμα το πότισαν και το μαλάκωσαν πολύ. ‘Ένας κρυμμένος σπόρος ξύπνησε και φύτρωσε μια κουμαριά που αμέσως άνθισε και γέμισε καρπούς.
Το πουλάκι ενθουσιάστηκε. Φτερούγισε χαρούμενο.
Τιτίβισε δυνατά κι έφαγε όλα τα κουμαράκια. Ύστερα ισορροπώντας στον αέρα ήπιε μια σταλιά από δάκρυα του Κέρσταλλ που τρέχαν συνεχώς.
Κάθισε στα πόδια του και του είπε:
- Ξέρω πως νιώθεις.
- Κανείς δεν ξέρει. Κανείς δε με καταλαβαίνει.
- Εγώ σε καταλαβαίνω. Έφαγα τους καρπούς που πότισες με το δάκρυ σου κι ήπια μέσα από τα μάτια σου την πιο μεγάλη στάλα. Είναι και κάτι άλλο. Κάποτε όπως κι εσύ είχα και γω κρυστάλλινες φτερούγες. Όλοι τις καμάρωναν. Κανείς δε μέτραγε το βάρος τους και την ανάγκη μου να πετάξω.
«Όλοι πετάνε Κρίλλ», «Εσύ διαφέρεις».
Μου λέγανε τη μέρα και τη νύχτα χτυπούσε όπως η καμπάνα μέσα στο κεφάλι μου αυτό το «διαφέρεις».
- Τώρα όμως μπορείς και πετάς. Πώς έγινε; Πώς τα κατάφερες;
- Ήρθε και με βρήκε ένα πουλάκι στη φωλιά μου. «Κρίλλ, ήρθε η ώρα ν’ ανοίξεις τα φτερά σου», μου είπε και μου εξήγησε γιατί βγήκα από το αβγό μου έτσι εγώ και γιατί κι άλλα πλάσματα με κρυστάλλινα μέλη έρχονται στον κόσμο.
Τις εντυπώσεις και τις ιδέες όταν πληθαίνουν, τις παίρνει ο αέρας και τις πηγαίνει προς τα πάνω.
Ψηλά όταν φτάνουν, παγώνουν, γεμίζουν κρυσταλλάκια που τις βαραίνουν και τις βαραίνουν μέχρι που πέφτουνε με το χιόνι. Σαν πέσουνε λοιπόν κολλάνε σε χέρια, σε πόδια ή σε φτερούγες.
- Εσύ άλλαξες. Εγώ μπορώ ν’ αλλάξω;
- Μπορείς αν καταφέρεις να πετύχεις τρία πράγματα.
- Πες τα μου σε παρακαλώ.
- Το πρώτο είναι ν’ ακούς τον εαυτό σου. Το άλλο είναι να ‘χεις αγάπη στην καρδιά σου. Το τρίτο να προσέχεις να μην κάνεις κακό σε πλάσματα μικρότερα από σένα. Σεβάσου τα, Κερστάλλ. Ένα απ’ αυτά θα γίνει οδηγός σου.
Ο Κρίλλ κελάηδησε ένα μικρό τραγούδι κοιτάζοντας τον Κέρσταλ. ύστερα απομακρύνθηκε πετώντας.
Όλο τ’ απόγευμα ο Κέρσταλλ στεφτότανε τα λόγια του Κρίλλ. Την άλλη μέρα τον ξύπνησε η καρδιά του που χτύπαγε πιο γρήγορα και πιο δυνατά από άλλες μέρες. «Έχω τρία πράγματα να πετύχω. Ν’ ακούω τον εαυτό μου, είναι το πρώτο».
«Θέλω να χορέψω», είπε κι ανασηκώθηκε. «Κι αν σκοντάψω, κι αν πέσω; Ακόμα χειρότερα αν ραγίσω;».
«Μπορεί να σπάσω, μπορεί να πονέσω μα θα ‘χω προσπαθήσει!!! Θέλω να χορέψω και θα ήταν ωραία να έχω μουσική» μονολόγησε. Φώναξε δύο από τους καλύτερους μουσικούς του παλατιού και τους είπε:
«Αποφάσισα να ξεκουράζομαι με μουσική. Γι’ αυτό θέλω να παίζετε για μένα».
«Τιμή μας, θα παίζουμε όποτε το ζητάτε, πρίγκιπα» του αποκρίθηκαν εκείνοι.
Πρώτα κατάφερε να σταθεί.
Σύντομα περπάτησε και σιγά σιγά ακολούθησε το ρυθμό. Μια μέρα τα κατάφερε. Χόρεψε! Έτρεξε ενθουσιασμένος και πήγε στη μητέρα και στον πατέρα του. Πριν όμως προλάβει να μιλήσει, τον σταματήσανε κι οι δυό.
- Μας παράκουσες!!!
Πρόσταξαν έναν υπηρέτη και έφερε αμέσως το καρότσι.
Βαθιά πληγωμένος ο Κέρσταλλ σκέφτηκε πως όλα είχανε τελειώσει. Έτσι θα την περνούσε τη ζωή του. Όμως, για στάσου, είχε μια ελπίδα, τα τρία πράγματα που έπρεπε να πετύχει.
«Η καρδιά σου να ‘ναι γεμάτη αγάπη» ήταν το δεύτερο, θυμήθηκε. Έτσι δεν άφησε την πίκρα του να γίνει μίσος. Την άλλη μέρα ένιωσε πιο δυνατός. Η δίψα του γι’ αληθινή ζωή, είχε μεγαλώσει. Δεν υποχώρησε. Αποφάσισε πως θα χόρευε τις νύχτες.
Από κείνη τη μέρα, τραγουδούσε και χόρευε στο σκοτάδι.
Όσες νύχτες προσπαθούσες, δεν τον ενόχλησε κανείς, μέχρι που η μοναξιά του χτύπησε την πόρτα. Ένιωθε μεγάλη χαρά και θέλησε να την μοιραστεί, πήγε λοιπόν στον αγαπημένο του φίλο τον Ζεμέν που σπούδαζε μουσική και είχαν μια ηλικία.
- Ζεμέν, Ζεμέν, του φώναξε.
Ο Ζεμέν, άνοιξε απορημένος.
- Κέρσταλλ, χαίρομαι πόσο που σε βλέπω! Τέτοια ώρα όμως τι με θέλεις; Τι σου συμβαίνει;
- Θέλω να σου μιλήσω. Ήρθα για να σου δείξω…
Ο Κέρσταλλ άρχισε να χορεύει.
- Μα πώς; Πως τα κατάφερες;
- Εξασκούμαι τις νύχτες.
Από τότε ο Ζεμέν του δίδασκε ότι διδασκόταν. Ήταν η πρώτη φορά που ο Κέρσταλ ένιωθε ευτυχισμένος.
«Είναι πολύ μεγάλο πράγμα να μοιράζεσαι ότι αγαπάς και να περνάς νικώντας τόσα εμπόδια και τόσα «δεν πρέπει», έλεγε συχνά.
Μια νύχτα με ολόκληρο φεγγάρι, οι δυό φίλοι βγήκαν να περπατήσουν. Αφού περπάτησαν πολύ, γείραν στη χλόη για να ξεκουραστούνε. Ξαφνικά ακούσανε μια ψιλή ψιλή φωνίτσα :
- Όχι εκεί. Όχι εκεί σε παρακαλώ.
- Ποιος μίλησε;
- Εγώ Κέρσταλλ, του απάντησε η φωνίτσα.
- Μα δε βλέπω τίποτα και κανέναν.
- Σήκω από κει και θα με δεις.
Ο Κέρσταλλ ανασηκώθηκε, κοίταξε γύρω αλλά πάλι δεν είδε τίποτα.
- Κοίταξε πιο χαμηλά.
Αυτή τη φορά είδε μπροστά του μια μυργμηγκίνα που φόραγε μια ολόχρυση κορώνα.
- Πώς ξέρεις τ’ όνομά μου;
- Όλοι σε γνωρίζουνε πρίγκιπα. Ακόμα κι εμείς τα μυρμήγκια. Εγώ είμαι η βασίλισσά τους, Έρη είναι τ’ όνομά μου.
- Και τι γυρεύεις έξω τόσο αργά;
- Γυρεύω να βρω που πέφτει πιο πολύ του φεγγαριού το φως. Εκεί που ξάπλωσες είχα διαλέξει για να βάλω το καλαθάκι μου.
- Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τέτοιο καλάθι.
- Είναι από δροσοστάλες.
- Γιατί τ’ αφήνεις αδειανό, πάνω στη χλόη ;
- Σου φαίνεται αδειανό; Δεν είναι. Έχει μέσα το άγραφο χαρτί με τις δυο ερωτήσεις που απασχολούνε τη φυλή μου.
Όταν μεσουρανεί τ’ ολόγιομο φεγγάρι κι έχεις μαζί σου ένα καλαθάκι πλεγμένο με δροσοσταλίδες, αν βάλεις ένα άγραφο χαρτί με τρεις ερωτήσεις, το φεγγάρι θα τις διαβάσει και θα σου απαντήσει.
- Τρεις είπες. Εσύ έγραψες δύο. Μπορείς να γράψεις μια τρίτη και για μένα;
- Μπορώ πρίγκιπα. Πες μου την ερώτησή σου.
- Θέλω να μάθω αν γίνεται από τα πόδια μου να ξεκολλήσουνε τα κρύσταλλα. Θέλω να γίνω ελαφρύς. Θέλω να τρέχω, να χορεύω.
Η Βασίλισσα Έρη αφού έγραψε την ερώτηση και γύρισε το χαρτί στο καλαθάκι, τους είπε να τραβηχτούνε πίσω.
Άξαφνα το φεγγάρι έγινε κατακόκκινο σαν τη φωτιά! Ύστερα χρύσισε. Μετά φάνηκε ολόλευκο και στο τέλος όλο ασημί.
Α ΤΕΛΟΣ
«Μας απάντησε», είπε η βασίλισσα Έρη και τράβηξε το καλαθάκι προς το μέρος της. Πήρε το χαρτί κι αφότου διάβασε τις δικές της απαντήσεις, το έδωσε στον Κέρσταλλ.
«Πριν το διαβάσεις ονειρέψου τη λύση», τον συμβούλευσε. Ο Κέρσταλλ την άκουσε. Έκλεισε τα μάτια του κι είδε πως χόρευε σε μια λίμνη με μια μοναδικά όμορφη κοπέλα. Μόλις άνοιξε τα μάτια του διάβασε:
«Θ’ απαλλαχτείς από ότι σε βαραίνει όταν θα χορέψεις με τη Φιλάνθη».
- Ποια είναι η Φιλάνθη;
- Είναι η νεράιδα των νούφαρων της λίμνης.
Η Αμάνθη δεν έχει άλλη λίμνη.
- Ω!!! ναι έχω ακουστά γι’ αυτήν. θέλησα κάποτε να πάω, κανείς όμως δεν ήξερε το δρόμο.
- Εγώ ξέρω.
Ο Ζεμέν πήγε να τους ακολουθήσει.
- Τη νεράιδα τη βλέπει μονάχα όποιος πει το ολόγιομο φεγγάρι. Εσύ δεν γίνεται να έρθεις μαζί μας.
Ο Ζεμέν σταμάτησε και τους ευχήθηκε καλό ταξίδι.
Ο Κέρσταλλ με τη βασίλισσα Έρη στον ώμο του ξεκίνησε.
Αφού περάσανε ένα μεγάλο δρόμο, έφτασαν σ’ ένα κρυμμένο πέρασμα γεμάτο με πέτρες και ξερόκλαδα.
«Εδώ φτάνουνε μόνο όσοι είναι γνωστικοί και όσοι είναι βασιλιάδες. Αναζητητές με πολύ μεγάλο θάρρος» του εξήγησε η βασίλισσα Έρη καθώς έμπαιναν να το περπατήσουν. Έπρεπε να βρίσκουν συνεχώς ανοίγματα στα ξερόκλαδα για να μην αγκιστρωθούν. Έπρεπε να βαδίζουν αργά, γιατί οι πέτρες τόσο που ήταν κοφτερές θα τους πλήγωναν.
Βγαίνοντας, είδαν ένα λιβάδι, χαλί πολύχρωμο ν’ απλώνεται μπροστά τους. Στο βάθος, στου ήλιου το χάσιμο, στους πρόποδες ενός λόφου, απλώνονταν η λίμνη.
«Υπέροχο μέρος!» είπε ο Κέρσταλλ κοιτάζοντας τριγύρω. «Όμως δε βλέπω τη νεράιδα. Που είναι;»
- Μας πλησιάζει.
Ο Κέρσταλλ είδε ένα ταύρο να κατηφορίζει από την πλαγιά του λόφου.
- Η Φιλάνθη κάθεται πάνω στο κεφάλι του.
- Είναι το νούφαρο, ανάμεσα στα κέρατά του;
- Ναι. Όταν σταματήσει για να πιει νερό την ώρα που γέρνει το κεφάλι του με τ’ ακροδάχτυλά σου θα χαϊδέψεις τα πέταλα του λουλουδιού. Αν κλείσει μην ξαναπροσπαθήσεις. Θα πρέπει να γυρίσεις πίσω. Αν όμως δεχτεί το άγγιγμά σου θα τη δεις αμέσως. Εδώ σ’ αφήνω Κέρσταλλ. Να προσέχεις. Να τηρείς τρία πράγματα όπως σου εξήγησε το πουλάκι! του είπε η βασίλισσα Έρη κι έφυγε πετώντας.
Ο Κέρσταλλ ακολούθησε τον ταύρο κι όταν έσκυψε να πιει νερό, ακούμπησε τα πέταλα του νούφαρου, που μόλις είχαν ανοίξει. Την ίδια στιγμή είδε τη νεράιδα να στέκεται μπροστά του. Τα μακριά κυματιστά μαλλιά της είχαν ανταύγειες βιολετί και μωβ. Τα μάτια της ήταν γαλαζοπράσινα σαν τη λίμνη. Το αέρινο φόρεμά της ήταν από νούφαρα και διέγραφε τη λυγερή κορμοστασιά της.
Η Φιλάνθη του πρόσφερε το χέρι της. Χέρι, χέρι πέρασαν ανάμεσα απ’ τις τουλίπες και τις ανεμώνες.
Δίπλα στη λίμνη, σταμάτησε κι αφού καθρεφτίστηκε στα μάτια του, χαμογέλασε και τον τράβηξε στο νερό. Αιθέρια ακροπατώντας άρχισε να χορεύει.
Ο Κέρσταλλ βημάτιζε στον πυθμένα. Η ευτυχία που ένιωσε έφτασε ως τα πόδια του και ράγισε τα κρυσταλλάκια που κομματάκια πέσανε μέσα στη λίμνη. Ελεύθερος και ανάλαφρος ανέβηκε στο ύψος της και χόρεψαν μαζί.
Όταν ο ήλιος τράβηξε όλες του τις ακτίνες σταμάτησαν. Βγήκανε και περπάτησαν μέχρι που συναντήσανε τον ταύρο.
Η Φιλάνθη στάθηκε απέναντί του, έκανε μια στροφή κι έγινε πάλι νούφαρο και κάθισε στο κεφάλι του.
Ο Κέρσταλλ ήξερε πως δεν θα την ξανάβλεπε, όπως ήξερε και πόσο τυχερός ήταν που χόρεψε μαζί της.
«Σ’ ευχαριστώ» ψιθύρισε, καθώς μια κούραση γλυκιά του βάρυνε τα μάτια.
Μέσα στον ύπνο του το βαθύ άκουσε κάποιον να φωνάζει τ’ όνομά του. Ήταν ο Ζεμέν. Ξυπνώντας είδε πάλι γεμάτο το φεγγάρι.
- Δεν έφυγες Ζεμέν;
- Το ίδιο αναρωτήθηκα κι εγώ όταν σε είδα να κοιμάσαι δίπλα μου. Μάλλον βρισκόμαστε ξανά, γυρίζοντας από άλλο μονοπάτι.
- Ω! Κέρσταλλ έγινε θαύμα. Δεν έχεις πια κρυστάλλινα πόδια.
- Άλλαξαν όταν χόρευα στο νερό με τη νεράιδα.
Όπως κουβέντιαζαν, είδαν χίλιες και περισσότερες μικρές μικρές διαμαντόπετρες να κινούνται.
Αλλάζανε σχηματισμούς και βλέπανε πότε μισοφέγγαρα και πότε ολοστρόγγυλα φεγγάρια. Ενώ κοιτούσαν, έκθαμβοι μια διαμαντόπετρα ξεχώρισε κι ήρθε κοντά τους.
Ήταν η βασίλισσα Έρη.
- Η φυλή μου ευχαριστεί το φεγγάρι για τις απαντήσεις που μας έδωσε.
- Πού βρήκατε τόσα διαμάντια;
- Δεν είναι διαμάντια Κέρσταλλ είναι δροσοσταγόνες.
«Και δάκρυα» συμπλήρωσε ένα σταχτί πουλάκι.
- Κρίλλ;
- Η Βασίλισσα Έρη είναι η καλύτερη μου φίλη.
- Γιορτάζω και γω κάθε φορά μαζί τους.
Με το πρώτο φως οι μικρές διαμαντόπετρες σταμάτησαν κι αρχίσανε να φεύγουν.
«Θα βρισκόμαστε εδώ αν θέλετε τα ολόγεμα φεγγάρια», είπε η βασίλισσα, κι άνοιξε διάπλατα τα φτερά της και πέταξε προς την κατεύθυνση που πέταξε κι ο Κρίλλ.
Γυρνώντας ο Κέρσταλλ, πήγε στους γονείς του. Ο Βάχωρ και η Βάντα δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ότι ονειρευόταν το παιδί τους το είχε καταφέρει!!!
Τον καταλάβανε, όπως τον καταλάβανε και τον θαύμασαν όλοι.
Μέρα δεν πέρασε που να μην πούνε τ’ όνομά του. Στις δυσκολίες τους τον βρίσκανε και τον ρωτούσαν τι να κάνουν.
«Τρία πράγματα» τους απαντούσε εκείνος.
«Ν’ ακούτε τον εαυτό σας. Να ‘χετε αγάπη στην καρδιά σας και να μην βλάπτετε πλάσματα πιο μικρά από σας».
Ο Κέρσταλλ έζησε ως τα βαθιά γεράματα χορεύοντας ευτυχισμένος.
Κρύσταλλο μεγάλο
κρύσταλλο μικρό
ο γίγαντας που γεννήθηκε με κρυστάλλινα πόδια
ΤΑ ΞΕΦΟΡΤΩΘΗΚΕ
Β΄ ΤΕΛΟΣ
«Μας απάντησε», είπε η βασίλισσα Έρη και τράβηξε το καλαθάκι προς το μέρος της. Πήρε το χαρτί κι αφότου διάβασε τις δικές της απαντήσεις , το έδωσε στον Κέρσταλλ.
Τον συμβούλεψε πριν να το διαβάσει να φανταστεί τη λύση.
Ο Κέρσταλλ την άκουσε. Έκλεισε τα μάτια του κι είδε πως χόρευε σε μια λίμνη με την πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει ποτέ του. Άνοιξε τότε τα μάτια του και διάβασε:
«Η νεράιδα της λίμνης θα σε οδηγήσει σε ανοιχτή θάλασσα. Στο νησί που λύνονται όλα τα προβλήματα, θα βρεις ότι ζητάς».
- Έχω ακούσει πως έχει η Αμάνθη μια λίμνη. Για την νεράιδα δεν έχω ξανακούσει.
- Θα ‘ρθώ μαζί σου Κέρσταλλ. Μόνος σου θα χαθείς. Εγώ το ξαναπέρασα το μονοπάτι.
Ο Κέρσταλλ αποχαιρέτισε το Ζεμέν και κίνησαν με τη βασίλισσα για τη λίμνη. Ύστερα από πολλή ώρα περπάτημα στο τέλος της Αμάνθης έφτασαν σ’ ένα μονοπάτι. Ένα μονοπάτι που λίγοι το περνούνε.
Όπως του εξήγησε, θα έπρεπε να πηγαίνουν πολύ προσεκτικά. Από την πυκνή βλάστηση ήταν αδιάβατο σχεδόν. Αν έσπαγε έστω κι ένα κλαδάκι, αν έπεφτε ακόμα κι ένα φύλλο, οι ελαφόκανδροι θα τους γυρνούσαν πίσω.
(Οι ελαφόκανδροι είναι οντότητες, που έχουνε ανθρώπινο σώμα κι έχουνε κέρατα ελαφιού. Δεν φεύγουνε ποτέ από το μονοπάτι ).
Ο Κέρσταλλ κατάφερε με φιδίσιους ελιγμούς σιγά σιγά να το περάσει.
Βγαίνοντας αντίκρισαν το πιο όμορφο λιβάδι του κόσμου. Ήταν όλο τουλίπες κι ανεμώνες. Πέρα, στου ήλιου το γέρμα αχνοφαινότανε, η λίμνη.
- Υπέροχο μέρος!
- Υπέροχο, σαν τη νεράιδα που πλησιάζει.
- Βλέπω ένα ταύρο.
- Η Φιλάνθη είναι το νούφαρο ανάμεσα στα κέρατά του. Θα σταματήσει για νερό. Σαν γείρει το κεφάλι του για να πιεί πρέπει να ακουμπήσεις τα πέταλα του λουλουδιού. Αν κλείσει το λουλούδι φύγε. Αν όμως δεχτεί τα χέρια σου, θα τη δεις αμέσως.
«Κέρσταλλ πάντα ν’ ακούς τον εαυτό σου
Η αγάπη την καρδιά σου να γεμίζει
Τα μικρά πλάσματα πάντα να τα προσέχεις»
Του είπε η Βασίλισσα και πέταξε πίσω στων ελαφόκανδρων το μονοπάτι.
Ο Κέρσταλλ ακολούθησε τον ταύρο κι όταν έσκυψε σε μια νερολακούβα ακούμπησε το νούφαρο. Την ίδια στιγμή είδε μπροστά του τη νεράιδα. Τα μακριά κυματιστά μαλλιά της είχαν ανταύγειες βιολετί και μωβ.
Τα μάτια της ήταν γαλαζοπράσινα όπως η λίμνη.
Το αέρινο φόρεμά της ήταν από νούφαρα και διέγραφε τη λυγερή κορμοστασιά της.
Η Φιλάνθη του πρόσφερε το χέρι της. Χέρι, χέρι πέρασαν το λιβάδι και φτάσανε στη λίμνη. Του χαμογέλασε και τον τράβηξε στο νερό. Αιθέρια ακροπατώντας άρχισε να χορεύει.
Ο Κέρσταλλ βημάτιζε στον πυθμένα. Χορεύοντας ένοιωθε ευτυχία και ακόμα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.
«Αχ! Αν τα πόδια του δεν ήτανε κρυστάλλινα θα ήταν πιο ελαφρύς και θα μπορούσε να κινείται όπως εκείνη πιο ψηλά», σκεφτόταν.
Η Φιλάνθη διάβασε την σκέψη του και σταμάτησε. Βγήκε από το νερό και τον οδήγησε σε μια αμμονησίδα.
Εκεί είδε το φλογόδεντρο που ήτανε φουντωτό και ψηλό. Ο κορμός του ήτανε ολοκόκκινος σαν όλα τα φυλλόκλαδά του. Ο Κέρσταλλ τραβήχτηκε πίσω, νομίζοντας πως θα καεί.
Η Φιλάνθη αγκάλιασε το δένδρο και του ζήτησε να κάνει το ίδιο. Πλησιάζοντας αργά το ακούμπησε κι ένιωσε το σώμα του να ζεσταίνεται.
Η νεράιδα του ‘δειξε πώς να τραβήξει ένα κλαδί. Όταν το τράβηξε το κλαδί αποκόπηκε χωρίς να πληγωθεί το δέντρο.
Έσκαψε με το πόδι της γύρω γύρω από τον κορμό και ξέθαψε μια πράσινη ελαφρόπετρα. Την πήρε και σκάλισε μια βαρκούλα στο κλαδί.
Στάθηκε στην άκρη της αμμονησίδας και την έριξε μέσα.
Την ώρα που πάφλασε στο νερό, φάνηκε ο ταύρος. Η Φιλάνθη πήγε κοντά του, σήκωσε τα χέρια της ψηλά κι έγινε νούφαρο ξανά.
Ο Κέρσταλλ πήδηξε μες τη βάρκα που έπλεε μοναχή της.
Είχε ήσυχο ταξίδι μέχρι που αναρωτήθηκε πόσο θα ‘μενε ακόμα άυπνος και διψασμένος.
Η θάλασσα ταράχτηκε κι αρχίσανε μεγάλα κύματα να τον σκαμπανεβάζουν.
Όταν ησύχασε γαλήνεψε η ψυχή του.
Άξαφνα όμως ένιωσε πάλι φόβο. Τότε ήρθανε άλλα κύματα που τον ανέβασαν ακόμα πιο ψηλά.
Σαν κόπασαν το κατάλαβε. Η θάλασσα του γύρευε εμπιστοσύνη.
«Ένα τραγούδι θα σου πω», είπε χαρούμενος ο Κέρσταλλ και τραγούδησε για τα χρώματα και τ’ αρώματά της. Για τις τυρκουάζ και σμαραγδένιες φυκιάδες της. Για τα λουλούδια και τα κοράλλια της. Για τα βαθιά της και τ’ ακρογιάλια.
Έτσι που τραγουδούσε τον κύκλωσαν δελφίνια. Δεν είχε ξαναδεί δελφίνια και μάλιστα λευκά σαν τον αφρό. Σπρώχνανε τη βάρκα του και έτσι συντόμευσαν και διευκόλυναν το ταξίδι του. Εκεί που όλα πήγαιναν καλά ξεπρόβαλαν ξαφνικά μπροστά τους πανύψηλα βράχια. Τα δελφίνια σταμάτησαν.
Ο Κέρσταλλ απόρησε. Βγήκε από την βάρκα του κι έπεσε στη θάλασσα.
Αφού πλησίασε κοντά κοιτώντας μέσα από ένα μάτι σε μια σχισμή ανάμεσα στα βράχια, είδε απέναντί του αμμόλοφους και δεντράκια.
Τα δελφίνια τον σήκωσαν στη ράχη τους κι έτσι άρχισε να σκαρφαλώνει. Από προεξοχή σε προεξοχή, κι από εσοχή σε εσοχή κατάφερε να φτάσει στην κορυφή. Την ώρα που αναρωτιόταν πώς θα κατέβει, τον τράβηξε ένα σύννεφο από πουλιά. Αφού πετάξανε πάνω απ’ όλο το νησί, φύγανε και τον άφησαν και να πέσει στα μισά του.
Ο Κέρσταλλ ήτανε σίγουρος πως έβγαλε φτερά. Κατέβηκε αργά και μόλις ακούμπησε στο έδαφος τα πόδια του αλλάξανε. Ο Κέρσταλλ περπάτησε και αισθάνθηκε επιτέλους που πατούσε. Τα κατάφερα! Σ’ευχαριστώ, φεγγάρι μου. Σ’ευχαριστώ νησί!! μονολόγησε.
Σε λίγο τον περίμενε κι άλλη έκπληξη. Πίσω από μια φουντουκιά πρόβαλε ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι με ολόισια μακριά μαλλιά που ήταν σαν έβενος μαύρα, στιλπνά και λαμπερά.
- Χαίρομαι που ήρθες. Εγώ είμαι η Στέβια.
Εσένα πως σε φωνάζουν;
- Κέρσταλλ. Στέβια δεν έχω ξανακούσει τ’όνομά σου. Σημαίνει κάτι;
- Στέβια είναι η ζάχαρη από τα χρυσάνθεμα. Όταν γεννήθηκε η μητέρα μου ένα χρυσάνθεμο άνθισε στον κήπο του σπιτιού της. Από πολύ μικρή ακούει τις έννοιες τους και τα παράπονά τους. Έτσι μπορεί και τα βοηθάει. Σε όλη τη χώρα όπου αρρωσταίνει βαριά ένα δένδρο ή ένα λουλούδι φωνάζουν πάντα τη μητέρα μου για να το δει και να το βοηθήσει.
Ο πατέρας μου φτιάχνει μέλι.
Το πιο ακριβό του είναι από τα χρυσάνθεμα. Αυτό τον έκανε πολύ γνωστό στη Μέλια.
- Είσαι από τη Μέλια Στέβια;
Πώς έφτασες μέχρι εδώ;
- Πριν γεννηθώ όλοι είχανε από μια ιδέα για το πώς θα ‘μαι. Όλοι ήταν σίγουροι πως θα ήμουν πολύ ξεχωριστή.
Γεννήθηκα με ολόχρυσα χέρια που κάνανε μεγάλη εντύπωση αλλά για μένα ήτανε μεγάλη δυστυχία.
Εγώ ήθελα χέρια ανάλαφρα. Να ζωγραφίζω, να χορεύω.
Μια νύχτα που αργούσε ο ύπνος να με πάρει ήρθε στο μπαλκόνι μου ένα περιστεράκι. Σταμάτησε στον ώμο μου και μου είπε πως ξέρει τι περνώ και πόσο θέλω να τ’ αλλάξω.
«Θα τα καταφέρεις σίγουρα Στέβια τρία πολύ σημαντικά πράγματα αν μάθεις να προσέχεις! ».
- Ποια είναι αυτά τα πράγματα;
- Ν’ ακούω τον εαυτό μου. Να έχω αγάπη στην καρδιά μου. Ν’ ακούω και να προσέχω τα πλάσματα που είναι πιο μικρά από μένα.
Όταν πέτυχα τα δύο πρώτα μια νύχτα με πανσέληνο συνάντησα μια μέλισσα βασίλισσα που μ’ οδήγησε στο Μέλιχ, το ξωτικό που ζει στο απολιθωμένο δάσος σε μια σπηλιά κοντά σ’ ένα καταρράχτη. Όταν είδε τα χέρια μου δέχθηκε αμέσως να με βοηθήσει.
Με τον Μέλιχ βρήκαμε που πέφτει η πιο παχιά σκιά του φεγγαριού. Εκεί στάθηκε πάνω της και ρώτησε στη γλώσσα των ξωτικών πως γίνεται ν’ απαλλαχτώ από τα χρυσά μου χέρια.
Το φεγγάρι φώτισε τη σκιά του κι ύστερα διάβασε ο Μέλιχ πάνω της πως θα είχα ότι ζητούσα μονάχα αν έφτανα στο νησί που λύνονται όλα τα προβλήματα.
Γυρίσαμε στον καταρράκτη και ‘κει μου ‘δειξε, πίσω απ’ τη σπηλιά του, το γαλάζιο κυμματόδεντρο. Με βοήθησε να κόψω ένα κλαδί χωρίς να πληγωθεί το δέντρο. Ύστερα με μια κόκκινη ελαφρόπετρα που είχε μαζί του, σκάλισε στο κλαδί μια βάρκα.
Ο καταρράκτης με ‘βγαλε σ’ ένα χείμαρρο που μ’ έριξε στη θάλασσα.
Πέρασα μπόρες και καταιγίδες. Στο τέλος ησύχασαν τα νερά κι ένα κοπάδι λευκά δελφίνια μ’ οδηγήσανε στα μεγάλα βράχια. Αφού είχα σκαρφαλώσει μέχρι πάνω ένα σύννεφο πουλιά με σήκωσαν και πέταξα μαζί τους.
Στη μέση του νησιού μ’ αφήσανε κι έπεσα πάνω στη φουντουκιά. Έτσι όπως αρπάχτηκα απ’ τα κλαδιά της τα χέρια μου αλλάξανε και γίνανε όπως τα βλέπεις.
Από τότε μένω εδώ και φτιάχνω χρώματα από μούρα και κοχύλια.
«Εσύ πώς ήρθες Κέρσταλλ», τον ρώτησε το κορίτσι.
Ο Κέρσταλλ της διηγήθηκε όλη του την πορεία.
Η Στέβια κι ο Κέρσταλλ έγιναν αχώριστοι. Πέρασαν κάμποσο καιρό μαζεύοντας χρώματα και χορεύοντας.
Μια μέρα όμως αποφάσισαν πως θα γύριζαν πίσω.
Αφού αποχαιρέτησαν το νησί που τους έδωσε ότι είχανε ζητήσει και πολύ παραπάνω σκαρφάλωσαν στα βράχια. Το σύννεφο με τα πουλιά τους κατέβασε στις βαρκούλες που τις φυλάγανε τα δελφίνια. Τα δελφίνια έμειναν μαζί τους σε όλο τους το ταξίδι.
Στέβια πάμε στην Αμάνθη;
«Από μικρή το ήθελα» του απάντησε εκείνη. «Έχω ακούσει τόσα πολλά για την Αμάνθη».
Σύντομα πέρασαν από τη θάλασσα στο κανάλι. Κι από το κανάλι στην αμμονησίδα με το φλογόδεντρο.
Ο ταύρος τους περίμενε.
Χαϊδέψανε κι οι δύο τα πέταλα του νούφαρου κι αμέσως είδανε τη νεράιδα.
Η δροσερή Φιλάνθη τους χαμογέλασε, τους ένωσε τα χέρια και περπατήσανε μαζί μέχρι το μονοπάτι των ελαφόκανδρων.
Εκεί τους άφησε να συνεχίσουν μοναχοί τους. Σαν βγήκανε από το πέρασμα τα βλέφαρά τους κλείσανε βαριά.
Ώρα αργότερα μέσα στον ύπνο τους ακούσανε μια φωνή.
Ήτανε ο Ζεμέν.
- Δεν έφυγες Ζεμέν;
- Το ίδιο σκέφτηκα και εγώ όταν σε είδα δίπλα μου με το κορίτσι.
- Μάλλον βρισκόμαστε ξανά επιστρέφοντας από άλλο μονοπάτι.
- Έγινε θαύμα, τα πόδια σου δεν είναι πια κρυστάλλινα.
- Αλλάξανε στο νησί που λύνονται όλα τα προβλήματα, του είπε ο Κέρσταλλ και του τα διηγήθηκε όλα.
- Ποιο είναι το κορίτσι;
- Είναι η Στέβια. Συναντηθήκαμε στο νησί. Γεννήθηκε με χέρια χρυσά κι ήθελε όπως ήθελα κι εγώ, ν’ αλλάξει. Είναι από τη Μέλια. Μαζί της έμαθα να μαζεύω χρώματα.
Ενώ κουβέντιαζαν είδανε ξαφνικά χίλιες και περισσότερες μικρούλες διαμαντόπετρες να κινούνται. Άλλαζαν σχήματα συνεχώς. Πότε βλέπανε μισοφέγγαρα και πότε ολόκληρα φεγγάρια. Όπως κοιτούσαν θαμπωμένοι μια διαμαντόπετρα ξεχώρισε κι ήρθε κοντά τους.
Ήταν η βασίλισσα Έρη.
- Η φυλή μου ευχαριστεί το φεγγάρι για τις απαντήσεις που μας έδωσε.
- Βασίλισσα τόσα διαμάντια που τα βρήκατε;
- Δεν είναι διαμάντια. Είναι δροσοσταγόνες.
«Και δάκρυα» συμπλήρωσε ένα σταχτί πουλάκι.
- Κρίλλ; Ρώτησε ο Κέρσταλλ απορημένος.
- Η βασίλισσα Έρη είναι η καλύτερή μου φίλη.
- Μ’ αρέσει να γιορτάζω μαζί τους.
Ο Κέρσταλλ, η Στέβια και ο Ζεμέν μείνανε μέχρι που οι Διαμαντόπετρες αρχίσανε να φεύγουν.
«Θα βρισκόμαστε εδώ αν το θέλετε τα ολόκληρα φεγγάρια», τους είπε η βασίλισσα κι άνοιξε τα φτερά της να πετάξει.
Γυρνώντας όλοι μαζί πήγαν στο Βάχωρ και στη Βάντα που μείνανε άφωνοι από την έκπληξη. Μόλις συνήλθαν ανοίξανε την αγκαλιά τους και τους δεχτήκανε με όλη τους την αγάπη.
Ο Κέρσταλλ και η Στέβια συνέχισαν μαζί τη ζωή τους.
Μισά φεγγάρια τα περνούσαν στην Αμάνθη. Μισά τα περνούσαν στην Μέλια.
Η Βάντα έμαθε τοξοβολία τη Στέβια κι η Χρυσάνθη με το Φυλλίτη η μητέρα κι ο πατέρας της Στέβια φυτέψανε πολλά και μελιστάλαχτα χρυσάνθεμα στην Αμάνθη.
Κρύσταλλο μεγάλο
Κρύσταλλο μικρό
ο Κέρσταλλ ο γίγαντας που γεννήθηκε με κρυστάλλινα πόδια τα ξεφορτώθηκε όπως ξεφορτώθηκε τα ολόχρυσα χέρια της κι η Στέβια, η βασίλισσά του.
*Πρώτη δημοσίευση.
Η Αργυρώ Ντουσάκη συστήνεται:
Ασκήθηκα στο Τάι Τσι με τον Τιού Μπουνάγκ στη Δροσιά.
Διδάχτηκα ρεφλεξολογία από την Τζούλυ Σίμσον.
Σπούδασα στην Ευρωπαϊκή Σχολή Σιάτσου
Σπούδασα στο Νάτουραλ Χελθ Σαιενς
Γράφω στίχους από το 1980. Πριν από 2 χρόνια η φαντασία μου δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Πήρα ένα τετράδιο και ένα στυλό, έτσι ξεκίνησα να γράφω παραμύθια.
Πρώτα απευθύνθηκα στα παιδιά μου. Να, τους είπα, αυτά έχει η μάνα σας στο μυαλό της. Έτσι ισορροπεί στα ζόρια της. Έτσι γαληνεύει.
Ύστερα απευθύνθηκα στους άλλους μου αγαπημένους και φίλους. Δείτε τι έχω μέσα μου: Άλλο τρόπο δεν έχω να σας το δείξω.
Συνοδοιπόροι, συνταξιδιώτες μου καλά μας ταξίδια!!!
**
Η Αυγή Αμπελικάκη, γεννήθηκε στα Χανιά και σπούδασε στην «Ακαδημία Καλών Τεχνών» της Ρώμης, Ζωγραφική.
Από το 2000 δημιούργησε το δικό της παιδικό εργαστήρι.
Έχει συμμετάσχει και βραβευτεί σε πολλούς πανελλήνιους διαγωνισμούς.
Έργα της έχει εκθέσει ατομικά και ομαδικά 17 φορές στα Χανιά και στην Ρώμη.
Η Αυγή Αμπελικάκη εικονογραφεί τα παραμύθια της Αργυρώς. Οι παρούσες ζωγραφιές είναι επιλογή από μια ακολουθία που συνοδεύει το παραμύθι:
Αργυρώ και Αυγή με χαρά σας υποδέχομαι στη θάλασσα...
Η ΕΙΔΥΛΛΗ, Ο ΔΑΛ ΚΑΙ Ο ΝΑΝΟΣ
Αυγή Αμπελικάκη **