Λέσβιες ώρες
Απ’ όλες τις μαγείες αν περάσεις μαθητής το ξέρεις-
Μ’ έναν μονάχα τρόπο ο νους σου φλέγεται
Κι αρχίζει η οδύνη των αναζητήσεων
Σαν ιδέες χορταρικών να θέλει το στομάχι σου
Τα ερυθρά σου αιμοσφαίρια οξυγονώνουν την γαλήνη
Σαν μια παχιά ομίχλη στίχων να την κόψεις με μαχαίρι
Εκεί που χάνεσαι οδοιπόρος ποιητής ή εξερευνητής ονείρων.
Μετά αρχίζουν όλα!
Να σβήνεις τα τσιγάρα καθισμένος σ’ έρημη ακρογιαλιά
Να παίρνεις συμβουλές από τον φλοίσβο που σου ψιθυρίζει νότες
Να συγυρίζεις το χαμόσπιτο του βίου
Όλο σπαρμένο στίχους, πεταμένες
Ιδέες γιαλού επάνω στα πατώματα
Και Λέσβιες ώρες σαν φιάλες του ποτού
Αδειανές, πόνο κι αρμύρα!
Και των παιδιών που παίζοντας πιο πέρα με την μπάλα
Αναστατώθηκαν οι τόποι όπου αγαπούσαν για να έρχονται το απόγεμα.
Θαλασσοπούλια μάντεις του αιώνιου
Πέτρας και πολίας θάλασσας τέκνον
Γράφοντας μύθους ερημιάς ο Αλκαίος, γέρνοντας
Προς τον μοναδικό θεό
Δέντρο
Πουλί
Αέρα
Ήλιο
Θάλασσα
τραγούδι
άνθρωπο-
άνθρωπο που αγωνιά να αγγίξει ένα λουλούδι…
*
*
*
*
Γράφεις
Νοήματα που σε χαράκωσαν όπως στο δέρμα
Μιας πόρνης παίζει ουλές του νταβατζή ο σουγιάς
Κι η απειλή παντού υπάρχει:
Στον ύπνο και τον ξύπνο, στην ζωή
Στον θάνατο κάτω απ’ το κραυγαλέο κυπαρίσσι
Εκεί που ακούς σαν ήχο μακρινό
Το τσίριγμα ψυχής που πάει στον Άδη
Ενώ στο ανοιγμένο σου παράθυρο αντίκρυ
Από μια θάλασσα το μπλε της ευτυχίας στοχάζεσαι
Που σου ξεφεύγει πάντα.
Σαν κέρμα που διαλέγεις όψη κι όταν πέσει χάμω
Είναι η άλλη
Κι εσύ το ξέρεις πια ότι η τύχη δεν σε θέλει
Κι όλοι οι θεοί σε πολεμούνε-
Άνθρωπε μόνε σαν πουλί ορφανό
Με τούτα τα φτερά πού να πετάξεις
Που έχουν έναν δράκο όλα τα παραμύθια σου
Και τα γαλάζια όνειρα δεν δέχονται
Την μοναξιά σου.
Και γράφεις, λόγια των καιρών, μυθολογίες
Αμίλητα νερά, ιδέες
Της ζέστας ενός λίθου πλάι στο ποτάμι
Που παίρνει την ζωή σου όπως φυλλαράκι
Δέντρου που έπεσε και παρασέρνοντας την πάει
Σε άπονο διάστημα…
*
*
*
*
Έμπνευση Ιουλίου
Σε βρήκα εδώ αγέρωχη σαν μια αναρριχώμενη άνοιξη
Με μια θωπεία μοιρασμένη σε μερίδια
Μοσχοβολιάς. Η σαν της βουκαμβίλιας πολυόμματο
Σώμα
Αρπαγμένο απ’ τα κάγκελα ανεβαίνοντας
Όλη την ώχρα του παλιού σπιτιού.
Έμπνευση Ιουλίου!
Ζαλίστηκες εκεί που απελπίζει μεσημέρια ο ήλιος
Και σού 'στειλα χαμπέρια με φωνήεντα του σπίνου
Άνοιξες όλη την ουσία σαν επιστολή ανεπίδοτη
Με αδιακρισία ανέμου που τρυπώνει μες τα απλωμένα εσώρουχα.
Κι εκεί με βρήκες επιτέλους!
Να έχω ηθική βράχου μοναχικού
Αντικρύ στο πέλαγος
Κι ένα πεισματικό πανέρι να συλλέγω
Βύσσινα στίχων, περγαμόντο
Κι όσα τρατάρει η θεία Σταυρίτσα στο Βαφειό
Τον κουρασμένο ταξιδιώτη!
Θυμήσου πάντα:
Στης Ιωνίας τις πλάτες γράφει στίχους μια Ελλάδα!