Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011








Όσο δηλητηριάζει τις μέρες και τις νύχτες μου, η αίσθηση της μακράς απουσίας σας από τη ζωή μου, τόσο εκείνη, η άλλη αίσθηση, η κοντά στο παράθυρο, η στα πλήκτρα του πιάνου, η του ανέμου στη θάλασσα, θ’ απλώνει εντός μου δίχως απαντήσεις. Δίχως εξηγήσεις. Μακροημερεύετε στα τοπία της θλίψης μου, όσα τουλάχιστον συγκατανεύουν στους παράδοξους ερωμένους της φυγής. Κάποτε θα προϋπογράφει το βλέμμα- αυτή η εξασθενημένη σας όραση- το μη δεδομένο. Το μη απτό. Το μη χρηστικό. Και η βροχή- ναι η βροχή- θα μας βγάλει από το τέλμα της μελαγχολίας. Που δεν μου δώσατε κανόνες για να παραβώ. Που δεν μου δώσατε αξιοπιστία για να τη διαψεύσω. Που δεν με τροφοδοτήσατε με απαντήσεις για να τις ακυρώσω. Που δεν μου είπατε το θέλω για να σας το φτιάξω αθέλητο. Που δεν αγαπηθήκαμε παρά από τον πόλεμο. Και το εύθραυστο έγινε άβατο. Και τώρα η γελοία κατάχρησή του επισύρει τη διακωμώδηση από πλανόδιους. Όμως, θ’ ανοίξω τις σφιχτές παλάμες μου, εκεί που η μοίρα αιώνες το έγραφε πως θα συναντιόμασταν, μόνο για να χαϊδεύω τους σπονδύλους σας που στερήθηκαν το χάδι, τα χείλη μου στα χείλη σας, που στερήθηκαν το φιλί. Θα φορώ καπέλο, μετάξια και δαντέλες. Θα πιούμε ναπολεόν, χορεύοντας βαλς, στην ίδια θάλασσα, θα καθήσουμε στο ίδιο παγκάκι. Μετά θα μπούμε στο πλοίο των τρελών του Μπος.
Ακυβέρνητοι. Καθώς οι πολιτείες του Τσίρκα.




Γιατί δεν υπήρξατε. Εγώ σας επινόησα.



** Τράνζιτο δωματίου
         (υπό έκδοση)