Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

βροχή μου


Έριξε πολύ νερό χθες. Ο ουρανός έμοιαζε με θάλασσα αναποδογυρισμένη. Το χώμα μούλιασε. Τόσο πολύ αραίωσε, που φοβήθηκα ότι θα διαλυθεί. Μετά, σκέφτηκα, καλύτερα. Όσοι είναι στην κοιλιά του θα νιώθουν λίκνισμα περίπου ίδιο μ’αυτό που νιώθεις όταν είσαι στη μήτρα της θάλασσας. Έριξε πολύ νερό χθες. Έγινε κατακλυσμός. Ήμασταν περίπου σαν σε κιβωτό. Ένα συμπαγές μαύρο-ολόμαυρο πλήρωμα. Κινούμασταν όλοι μαζί, με τον ίδιο βηματισμό. Σαν ένα βήμα.Μαζί μας και τα πουλιά. Ευχόμουν να μη σταματήσει να βρέχει. Όταν ήμουν μικρή-παιδάκι, τη φοβόμουν τη βροχή. Εκείνες τις καταιγίδες με τις αστραπές και τους κεραυνούς. Κρυβόμουν. Ο μπαμπάς μου,μου έλεγε πως η βροχή είναι καλή και καθαρτήρια και να πάψω να τη φοβάμαι.Μου έλεγε ακόμα πως όταν βρέχει πολύ και δυνατά,και όταν η βροχή διαρκεί ως το βράδυ, πέφτουν μερικά αστέρια απ’τον ουρανό. Και τότε φυτρώνουν στο χώμα. Και καρπίζουν άλλα αστέρια. Γήινα. Από τις πολλές φορές που το έλεγε, το πίστεψα. Γι’αυτό και χθες περίμενα τη βροχή ώσπου η νύχτα και ο ουρανός να ρίξουν τ’αστέρια τους. Βαθιά μέσα μου όμως, έχω συντηρήσει ένα κομμάτι εκείνου του παλιού μου φόβου. Για να θυμάμαι, πώς είναι να είσαι παιδί και να φοβάσαι. Κάθησα στο παιδικό μου δωμάτιο. Στο παράθυρο που άλλοτε ήταν το γραφείο μου, τώρα υπάρχει μια πολυθρόνα. Τράβηξα την κουρτίνα και κοίταζα έξω. Πάντα τύχαινε να παρατηρώ τη θέα από κει, όταν το φυσικό φως δεν είχε δύσει. Απόψε ήταν διαφορετική. Φαίνεται απέναντι το σκληρό μπλε περίγραμμα του βουνού. Η Όθρυς. Το ποταμάκι που μας χωρίζει, εμένα και το βουνό, στερεμένο εδώ και καιρό. Απόψε φλοισβίζει ορμητικό νερό. Μετακίνησα ελάχιστα το ποτήρι που είχα αφήσει στο περβάζι για να βλέπω καλύτερα. Το παλιό μου ποδήλατο.Το απέναντι παγκάκι. Μια ομπρέλα πεταμένη στο δρόμο. Μια ρόδα ξεκολλημένη. Φρύγανα και φύλλα μαλακά. Πεσμένα και παρασυρμένα στην άκρη του δρόμου. Τόσο μικρά, τόσο ασήμαντα πράγματα μπροστά στον ουρανό. Μπροστά σ’αυτή την ψυχάρα που ψάχνει φως για να καεί. Το νερό σταμάτησε κι ο ουρανός έγινε μαύρη,στεγνή θάλασσα, με τ’αστέρια του, λαμπερά, γυαλισμένα πυροφάνια. Ποιος ξέρει αύριο, σε ποιο αγκίστρι του θεού, ποιος θα πιαστεί…