Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

μείνε


Έτσι δεν είπες? Δεν ξέρω αν το άκουσα καλά, αλλά θα ορκιζόμουν ότι αυτό είπες. Ότι θες να με ξαναδείς. Το είπες με το βλέμμα χαμηλωμένο και φωνή ψιθυριστή. Θεϊκός ψίθυρος. Μαγική χροιά. Σε ρώτησα, αν το είπες πράγματι. Το επανέλαβες συλλαβιστά και χαμογελώντας. Ότι θες να βρεθούμε κάπου που κανείς να μην έχει συναντηθεί πριν από εμάς. Έτσι είπες. Γιατί αυτή η συνάντηση είναι άφευκτη. Ωραία θα είναι. Ζεστά. Όπως την Πέμπτη. Που έπαιρνες τα χέρια μου στα χέρια σου και τα ζέσταινες με την ανάσα σου. Γλυκιά ανάσα. Τότε σ’ερωτεύτηκα. Ακαριαία. Όλα τα σπουδαία στη ζωή μου Πέμπτες συμβαίνουν. Το παρατηρώ. Έκανε κρύο. Παγωνιά. Αλλά η θρυαλλίδα στα μάτια σου ζωντανή. Φλογερή. Θρόιζαν έρωτα τα μάτια σου όση ώρα μου μιλούσες για τραγούδια. Και το χαμόγελό σου. Τόσο λευκό. Θυμηδία. Οι δύο εμείς, μαζί. Τι όμορφο! Να μη σκέφτομαι τίποτα. Μόνο η στιγμή. Τι πληρότητα! Η σιγή. Η στιγμή. Μόνο. Ούτε επαγγελίες ήθελα ούτε τίποτα. Μόνο τη στιγμή μη χάσω. Και δεν την έχασα. Κι εσύ απέναντι. Δίπλα. Κοντά. Αμήχανος θεός.Όμορφος. Απόμακρος κι ερωτευμένος. Ασκητής κι αγαπημένος. Απότοκος της δείλης. Άπειρος και με κράταγες. Ίσα ίσα που τόλμησες να μ’αγγίξεις στην αρχή. Για λίγο. Ένα δευτερόλεπτο. Ίσως λιγότερο. Τι όμορφος που ήσουν…Πρέπει να το είδες αυτό στα μάτια μου αν και απέφυγα να σε κοιτάξω. Σκόπιμα. Για να μην το δεις. Για να μην καταλάβεις. Όλοι οι λευκοί θαλλοί από το χιόνι, τριγύρω, έγειραν, θαρρείς ,πάνω μας σ’αυτή τη μυστική ώρα. Και το χέρι σου θαλλός ανθισμένος, ανοιξιάτικος κι ας ήταν Δεκέμβρης. Ζείδωρο το χέρι σου. Κι όλο ανάσαινες πάνω στην παλάμη μου και στον καρπό να τα ζεστάνεις. Το χνώτο σου ζώπυρο. Ντράπηκα. Για λίγο ήταν. Όταν έσκυψες να βρεις το χαρτάκι που κάτι είχες γράψει πάνω του, έναν τυχαίο στίχο είπες,ψέματα είπες, τον είχες σκεφτεί-δεν θέλω να τον εκθέσω αλλά σου το λέω είναι θαύμα-. Ήρθες τότε κοντά στο πρόσωπό μου. Το δικό σου πρόσωπο σχεδόν με άγγιζε. Ένιωθα το αξύριστο πρόσωπό σου να με χαιδεύει. Καινούρια μου αγάπη. Είπες το βλέμμα μου «ροδή» και σ’αγάπησα. Τριανταφυλλί και το δικό σου. Απ’το Αιγαίο ν’ακούγεται ρόχθος και να μην μπορώ να τον ξεχωρίσω από τις ανάσες σου. Ίδιος χορός κυμάτων. Ξαφνικά φοβήθηκα. Τι θα γίνω εγώ χωρίς εσένα. Αν δεν θες να με ξαναδείς. Αν ο δρόμος μας, χωρίσει. Τι θα γίνουμε εμείς οι δύο χωριστά? Τι θα γίνουμε εμείς οι δύο μαζί? Αυτό το φοβήθηκα πιο πολύ. Το έτρεμα. Μετά είπα τίποτα δεν πρόκειται να γίνει μεταξύ μας. Να το ξεχάσω. Ορρωδία. Πανικός. Ηρέμησα. Σ’αγάπησα τόσο γρήγορα. Πώς επέτρεψα να μου συμβεί αυτό? Γι’αυτό. Δεν το έχω πάθει ξανά. Αλήθεια. Ανωμοτί. Αλλά έλιωνα τόσο όμορφα στα χέρια σου με τις αναπνοές σου. Τόσο μελωδικά. Ευωδιάζεις παλίνδρομες νότες. Μυστικές κρυψώνες έχεις. Και τ’αγάπησα τα χέρια σου. Πόσο τ’αγαπώ. Από την πρώτη πρώτη στιγμή. Δεν το περίμενα. Εσύ κι εγώ. Και μετά εσύ να λες πως με σκέφτεσαι. Το βράδυ και το πρωί. Στον ύπνο. Στα ενύπνια της μουσικής. Κι αυτής της μυστικής, της άγριας όπως την είπες,τύχης-ένα γράμμα ν’αλλάξεις γίνεται τύψη, σου λέω, ήξερα τι σου έλεγα-,που κοντά, τόσο ανέλπιστα κοντά μας έφερε και σ’ερωτεύτηκα. Ο χρόνος δεν έχει αλλάξει. Κι όμως δεν έχει αλλάξει. Κι έτσι προχώρησε το απόγευμα και μου είπες και τα άλλα. Να συναντηθούμε ξανά σε τόπο μυστικό που κανείς άλλος δεν θα έχει πάει πριν ή μετά από εμάς. Μ’αρέσει πολύ που είσαι αλλόκοτος και αδιαπέραστος. Περιαλγής και πάνω από το σγουρό κεφάλι σου βλέπω καθαρά…άλως. Σαν άνηβος ακόμα μέσα σου. Έψαξες σπίρτα ν’ανάψεις τσιγάρο. Δεν άναβε κανένα. Από την υγρασία δικαιολογήθηκες αλλά είχα προλάβει να δω το τρέμουλο στα χέρια σου. Πού να το φανταστώ? Έκανα σκέψεις. Άλλες ήταν αιχμηρές κι έλεγα από μέσα μου πως είχαν ανθρακικό. Μετά μαλάκωναν αισιόδοξα και χαρούμενα και ζεστά. Πως ίσως κάποτε φιληθούμε. Τότε είχαν ανθόγαλα.
Σ’αυτή τη λόχμη την πυκνή, απέναντι οι αιμασιές κι εσύ αιγλήεις και αιδήμων. Από πού να κρατηθώ? Ξέχασα τα πάντα. Μέχρι και την ορκισμένη αειφυγία μου. Άελλα στο μυαλό μου. Να μου ζεσταίνεις τα χέρια. Πύκνωσαν οι ανάσες σου. Καίνε. Αδήριτος και άδμητος. Αδόκητος. Με το χέρι σου βάκτρο έτοιμο ν’αγγίξει τον ώμο μου να τον μεταμορφώσει να του αναθηματίσει Φεγγοβολή. Στη λευκή νύχτα. Την ασπέδιστη. Νηνεμώ. Τ’αστέρια εξίτηλα μπροστά στο χαμόγελό σου. Πιο όμορφο δεν έχω δει ποτέ μου. Ορρωδώ. Θέλω να φιλήσω τις παρειές και τα μάτια σου-παραφωτίδες που παρεμφαίνουν υποσχέσεις. Εκεί στον ουδό τους θα ολολύζω από δω και πέρα. Ναι, θα το πάρω απόφαση. Τι λύμη! Τι όλεθρος! Όλη νύχτα γίνεται? Γίνεται να μείνουμε εδώ? Κι ας μη μιλάμε. Κι ας μη λέμε τίποτα. Και να προσεύχομαι από μέσα μου-δίχως να έχω θεό-να γίνει να φιλήσω έστω μόνο μια φορά στη ζωή μου τα λευκόφαια μάτια σου. Λευχειμονώ. Και τα μαλλιά σου όμφακες. Στιλπνά και μαύρα. Τίποτα τίποτα τίποτα να μην προφητευτεί από κανέναν αυτή τη φορά. Οιστρηλασία. Οικτίρμων δυσήνιος και δύσθυμος. Εδώ στο γνόφο των ματιών σου να με πάρει ο ύπνος απόψε κι ας μην πούμε τίποτα. Κι η Κίχλη ν’ακουστεί απρόσμενα ανύποπτη για τον έρωτα, για τον κλωβό του, για τον θώμιγα. Ευώνυμη καρδιά μου. Σ’ακούω. Εφεκτικοί χτύποι. Κι η εφελκίδα κάτω από το δέρμα τρέμει το άνοιγμα. Δεν ανανήφω. Δεν ξεμαγεύομαι. Ξανά από το Αιγαίο κύματα σαν κωμός. Και το χέρι σου λάβρο τώρα στο δικό μου. Διηθεί τις πιο βαθιά χαραγμένες γραμμές στην παλάμη μου. Άσβολη γύρω-κοιτάζω αλλού όχι εσένα, δεν αντέχω- και ναύδετα και νάπες και νεβροί. Δολιχοδρομώ σε σισύφειο μαρτύριο πάθους. Σπιλιάδα απ’την ανάσα σου. Μονήρης. Μεταρσιώνεις και τα βότσαλα. Βρίσκω βότσαλα στο βουνό. Άβροτε που μου ζητάς έκθυμα ανέσπερο πάθος. Το έχω. Το έχεις. Με τα μάτια μου το ζητάς. Καμιά ανάγκη να το μιλήσεις. Καμία. Στάγδην. Στην ευνή. Πανάκεια. Πουθενά η θεραπεία. Θα παλινοδήσω. Έκφρων. Το χιόνι στο δέρμα αλληγορεί την αλισάχνη. Το καλοκαίρι. Τολμάς. Φιλάς τον καρπό μου. Ώρα πολλή. Τον χαιδεύεις με τα χείλη. Δεν φεύγεις. Τα χείλια σου ακουμπούν το δέρμα μου. Αμποδένεις. Εκεί. Περιούσια. Ηλιοβολή. Απ’τα μάτια σου. Ηδύνομαι. Αλλά εσύ μη φύγεις από κει. Μη φύγεις. Μείνε εκεί με τα χείλη στον καρπό και την ανάσα στην παλάμη μου. Μείνε. Στο μυχό του χεριού μου, στα ρυάκια του καρπού μου. Εσύ τα είπες τα λόγια αυτά. Μελανείμων. Δήξις. Ακταιωρός μου. Στην αλγεινή ακωκή. Πού να το φανταστώ πως θα μιλούσες για το αλίρρυτο χέρι μου. Αναπάλλομαι. Εγώ, κάποτε με τον ανάπλου σημαία και σύνθημα. Τώρα περιπλέω τις νήσους σου. Ερώμαι ανεγγύως τον εράσμιο άγνωστο. Εσένα. Το ανείδωτο αύριο. Το διάτορο τώρα. Με τη συνολκή της δηώσεως του βλέμματός μου από το δικό σου. Βαλλισμός. Εάλω. Εάλω.