Είχαμε πιει πολύ όταν πήγαμε στο ΚΤΕΛ. Στην Εθνική, μέτραγε τις πινακίδες, τη μία μετά την άλλη-ντόμινο. Στο τέλος τις μπέρδεψε, τον πήρε ο ύπνος, το κεφάλι του στα γόνατά μου. Κάποτε αναστέναζε, μπορεί και να έκλαιγε, μετρούσε ακόμη πινακίδες, δυσκολευόμουν να τον κοιτάξω, ήμουν κι εγώ ζαλισμένη. Στον ύπνο του, έλεγε ονόματα από χωριά, νόμιζε πως ήταν Κυριακή. Χάραζε όταν μπαίναμε στους Ψαράδες, ξύπνησε απότομα, εδώ ήταν το πατρικό μου, είπε, να δες. Και είδα. Ελάχιστα ξερά κλήματα, ερωδιοί ανακατεμένοι με γριβάδια, το πατρικό χάλασμα, ο κήπος βραχώδης, σαν ασκηταριό. Και ο ίδιος, φιγούρα κινηματογραφική. Δεν τον γνώριζα καλά, αλλά είχαμε πιει πολύ, όπως είπα. Αφαιρούνταν κάθε τόσο, όπως και εγώ, ίσως ταιριάζαμε - αποφάσισα να δώσω σε κάποιον μια ευκαιρία της προκοπής, όχι μισή, θέλω να πω. Μερικά από αυτά που έχω χάσει, σε μια πραγματικότητα που ο κύβος έχει ήδη ριφθεί, είναι ζημιές αβάσταχτες. Τον περίμενα να κατεβεί από το λεωφορείο και να πάρουμε, εδώ, τα πράγματα από την αρχή, στο βαθμό που ήταν εφικτό. Πήγε να μου πιάσει το χέρι, το τράβηξα, υπάρχει τρόμος στα απροειδοποίητα αγγίγματα. Περίμενα καρτερικά να συνέλθει, όπως και έγινε, πολύ αργότερα, όταν ήμασταν χρεωμένοι με τόσα εφήμερα, που κατάπιαμε τις φωνές μας. Δεν μίλησε καθόλου, καθίσαμε στην ταβέρνα κι αρχίσαμε να ξαναπίνουμε, κρασί, παρήγγειλα εγώ. Με φίλησε στο μέτωπο, δεν τραβήχτηκα τότε, κοίταγα το τραυματισμένο τοπίο και το πρόσωπό του. Ούτε ξεχρεώνονται, ούτε αποζημιώνεσαι. Καμία εποχή, κανένα αίσθημα ή μύθος δεν σε μαλακώνει πια. Τόσο μπερδεμένοι όλοι μας. Δεν είναι πρωτάκουστο, μπορεί και να μην μετανιώνω, χωρίς ρήματα και ζάρια που βρέθηκα, προστάζει ο τόπος εδώ. Είναι ενοχλητικό το μνημόσυνο και δεν το συντηρείς μόνο και μόνο επειδή σ’ αρέσει η μυρωδιά του λιβανιού όταν καίγεται. Κανείς δεν γνωρίζει τίποτα, μα εγώ λέω, πως ναι, θα ήθελα απόψε, λίγο, να δώσει σημεία ζωής.
{Κωστή Παπαγιώργη, στο καλό. Δύσκολα και πικρά, έτσι σε αποχαιρετώ}