Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Πετάω πέτpεs



τρέφει εντός  ένα αφηρημένο αγρίμι
συχνά του δανείζει την αυταπάτη του
να χαράζει δεκαδικούς στα ζάρια
ή να στέκεται στο ακρόπρωρο μιας κουπαστής
μετρώντας σκόρπια κομματάκια φιλμ
άψυχους μήνες σαν μνήμες που συντηρήθηκαν
από πρόγονες ζωές
προσωρινός δραπέτης στις φλέβες του κυλιέται
όπως κάθε δαίμονας που πληρώνεται
από τις μεγαλύτερες νοθείες της αλήθειας του
νευρικοί στίχοι συσπειρώνονται
γύρω από καυτό σίδερο
όπως οι πεταλούδες κάθε νύχτα
γύρω από φως και φωτιά
σ’αυτή την ολιγοφθογγική παραδοξότητα
με χτίζει ζωντανή – στοίχειωμα
στη γέφυρα που ενώνει τον παράδεισο με την κόλαση