Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

Πασιφάn







Δένει το Πάλσαρ στη θηλιά
τ’άστρα σε παραγάδι
ρωτάει απ’το πηγάδι
τι παναπεί θεός
Τρέμουν τα χέρια,τα μαλλιά,
τον κυνηγούν Μαινάδες
ράβει τις συμπληγάδες
στο σώμα του-πηλός

Μιλάει μ’ακοίμητα πουλιά
-σχηματισμοί του Νότου
πάνω στο μέτωπό του-
κυλάει γλυφό νερό
Φλέβα ανοιχτή στην αντηλιά
σπάθισε με μακάμια
τάστα απ’τα ποτάμια
σκουριά απ’το φιλιατρό

Βγαίνει τη νύχτα περπατά
τα μάτια του θολώνουν
οι λύπες τον θυμώνουν
χτίζεται στα μπετά
Δοξάρια από θαύματα
πνίγει στη δαχτυλήθρα
Βουτάει στην κολυμπήθρα
-τα μάγια τα πετά

Φεύγει ξανά για τον γκρεμό
δίπλα η Αχερουσία
η μόνη περιουσία
που τον κρατάει γυμνό
Έτσι αλγεινά που στο λαιμό του
δέθηκε η πυξίδα
διψάει η καταιγίδα
τον θέλει ζωντανό

Τώρα που όλα τα’δωσε
τίποτα δεν του λείπει
ούτε εκείνη η λύπη
που θήλαζε η ξωθιά
Αγιάζει τ’αμαρτήματα
απ’ τις βαριές θυσίες
κοντά στις απουσίες
φυλάγεται η φωτιά

Όλο τον πόνο ο άνθρωπος
διπλώνει σε σαϊτες
του φόβου ισοβίτες
βλέφαρα μανικά
Λύνει τα φίδια απ'τον ασκό
και από κει φυσάει
οργή στην Πασιφάη
τον ταύρο να νικά

Θεός δεν έμαθε ποτέ
γιατί δεν ησυχάζει
τρυπάει απ’το χαλάζι
το σώμα του-πενθεί
Εκείνος όμως που μεθά
όλα κι αν τα'χει χάσει
ποτέ δεν θα ξεχάσει
ζωή τι παναπεί










n αvάpτnσn αφιεpώvεται