για να φτάσει ως το τέρμα των σπλάχνων.
Τον ήθελες σαν τελευταία επιθυμία μελλοθάνατου.
Ως σήμερα σε βλέπω στη μάντρα να καπνίζεις κρυφά
παρά που ο πατέρας σου είναι πεθαμένος.
Μοιάζεις με εικόνισμα.
Γύρω μας τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Όλες οι προλήψεις έχουν αντικαταστήσει
άριστα τους φόβους.
Τίποτα δεν συμβαίνει αληθινά καλό, αληθινά κακό.
Πώς να σε ξεχάσω κι εγώ που είμαι ο ασκός και το λάθος σου.
Τόσα λέω και στέκεσαι όρθιος, ακίνητος
και καπνίζεις σαν να κάνεις φόνο.
Γιατί κάποτε με είπες θάλασσα και πρέπει να γίνονται
όλα αυτά που γίνονται στις θάλασσες.
Οι ναυτικοί και τα ναυάγια οι φάροι
κι οι κάβοι οι οράσεις οι αφές
οι αμαρτίες ο κατάμαυρος
καπνός των φουγάρων-κυρίως αυτός-
πέφτουν σφοδρές άγκυρες
στο εντός μου και με διαλύουν.
Κι όταν χορτάσεις από μάγια ν’αντηχεί
ο γρανιτένιος ύφαλος~να σε σέρνει ως το χαμό σου.
Γιατί το πρόσωπό σου είναι το μισό ποίημα.
Γιατί το πρόσωπό σου-ατελές-με κομματιάζει.
Με ταϊζει και με σφάζει έτσι
που να μπορώ να διαβάζω στην παλάμη σου
τα ποιήματα πριν τις εκβολές των γραμμών
στην άρση της θάλασσας από δαχτυλίδια του καπνού.