Στον Κάλαμο ανέβαινες το ποτάμι ανάποδα κάθε μεσημέρι
Σε περίμενα με το φεγγάρι μπλεγμένο στα μαλλιά.
Έδενες στη χαίτη του το ξανθό μωρό
που τάιζες κι έβγαζες απ' τις τσέπες σου
πάντα μετά το φιλί.
Κάθε μέρα μαλώναμε να του δώσουμε όνομα
αλλά ποτέ δε συμφωνήσαμε.
Έμεναν σάρκες στα πλατάνια απ' τους καυγάδες
ενώ στη θάλασσα ξεχνούσαμε,
δένοντας τις πληγές με φύκια κι αλάτι.
Επιστρέφαμε από τον κόλπο στις πηγές.
Φτύναμε με αναίδεια κουκούτσια από καρπούζι
στα πόδια του Αυγούστου
φυτεύαμε τον έρωτα στα μούσκλια και
τις πέτρες του χειμάρρου.
Στο τέλος του καλοκαιριού πήρες το φεγγάρι
να φέγγει το δρόμο σου, του ξενιτεμού.
Χάρισες το μωρό στην πρώτη που σου ζήτησε ένα τσιγάρο.
Αν με ρωτούσες,
θα μπορούσαμε να το είχαμε δώσει
για υιοθεσία στους Κενταύρους.
Θα είχε τώρα μια εστία
ένα όνομα
αρχή για να σε ψάξω...
*******
Οι δυο τους σ’ ένα πελώριο μαύρο αυτοκίνητο που κυλάει μαλακά στη νύχτα Φτερά αγγέλων στις μυγδαλιές του Φλεβάρη Κρύβουν το παρελθόν και επιστρέφουν το μέλλον Το γέλιο μαθαίνει ξένες γλώσσες στ’ αηδόνι δευτερόλεπτα πριν τη μετωπική σύγκρουση με τη στιγμή Εκείνος βλέπει όνειρα ευθανασίας Εκείνη βγαίνει –βόλτα στον ύπνο του- και γιατρεύεται.
Cut
******