Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

από το τραύμα του Προμηθέα




Μέσα τα φώτα αχνά τρεμίζουν
έξω το χιόνι καίει το νησί.Στα διαστήματα που πίνω νερό αφήνω μέχρι και τον αέρα απ’τις φυσαλίδες να
μπαίνει μέσα μου βίαια για να παροπλίζει την ανάγκη μου για τρυφερότητα.Παραλύω για λίγο από ένα ρίγος που κατά βάθος το μισώ.

Παίζουν τραγουδάκια απ’το ραδιόφωνο.
Μετά ορκίζομαι πως είμαι ετοιμοπόλεμη κι ακέραια για τις θλίψεις που θ’ακολουθήσουν από νύχτα σε νύχτα από σκοτάδι σε σκοτάδι από πόλεμο σε πόλεμο κι από καλοσύνη σε καλοσύνη.

Χωρίς ανεξιχνίαστα χάπια.Η μνήμη όταν μένει καιρό αδιάβαστη,αν επιμηκυνθεί θα είναι σε πρόσωπο ελλιπές.Από σπίρτα και όχι από αναπτήρες επιτρέπεται η σκιά της φωτιάς να μεγαλώνει το γύρο της.Ενδέχεται σοβαρά να τον τροποποιήσει σε γύρο θανάτου όταν η βραχνάδα από μελοποιημένα και μαγικά παραμύθια θα μας σκεπάζει απαλά ή θα μας θάβει κάτω από ετερόκλητα βράχια.Ανεξήγητο στέγαστρο αφού ούτε εδώ είσαι ούτε εκεί που χαίρομαι ούτε εκεί που με πληγώνει.Συνειδητοποιώ πως ό,τι πια μπορεί να με τρώσει είναι αθάνατο.Ας αναφέρω μερικά το νερό η έρημος η φωτιά η άμμος στα μάτια τα τεράστια άσπρα βότσαλα ο αέρας.Παράλληλα επιταχύνουν την τύφλωση χωρίς να είσαι εδώ ούτε εκεί που παραφέρομαι ούτε εκεί που παρανοώ για να δεις τουλάχιστον από ποιες λέξεις σου σκάφτηκε η πληγή.


Είναι ανοιχτή η αυλαία.Η σκηνή έτοιμη για να παίξουμε τον συγχυσμένο έρωτα.Το μελαγχολικό κρυφτό στις σελίδες στα κρεβάτια στα δωμάτια στ’αυτοκίνητα στα δάχτυλα που γράφουν φευγαλέα πόσο το απρόοπτο προβλέπεται μέσω μετεωρολογικών προγνώσεων φυσικά κι ευλαβικά πίσω από καλάμια που μου κρύβουν τον κόσμο ολόκληρο.Αστραποβολούν οι Μίδες και οι Μέδουσες της απληστίας.Να λιώνουν τα μάτια από καβείριους ψιθύρους.Βγάζω από τα κλειδιά όσες πόρτες έμειναν πάνω τους μονταρισμένες.Είσοδοι στα πιο εύθρυπτα όνειρα.Ναι φοβάμαι.Φοβάμαι για το χιλιοστό έξω από μένα.Εκεί μπορεί να σβήσουν άδοξα τόσοι διάττοντες λόγοι.Ένα χιλιοστό έξω από μένα η θώπευση του πιο σπουδαίου γαλανού αιμοσφαιρίου μπορεί να με διαλύσει- η ψαύση των φλεβών.

Του πιο αλγεινού μένους και του φτερού μπροστά στο στήθος να πάψει τον κεραυνό.Να.Αυτό είναι όλο κι όλο που φοβάμαι.Πως είναι μόνο χέρια.Όχι φτερά.Για να βλέπω λίγο πιο έξω από κύκλο που δεν μπορώ να βγω.Ενώ θέλω να στεγνώσω σε αργό ήλιο.Αλύπητο ωστόσο.Υποθήκη για αναγραμματισμένα και μοιραία και αυτοτελή είδωλα.Συγκαταλέγονται στην υπνία άμμο και η συγκυρία μεταδίδεται στο μηδέν.Ας υποθέσουμε τώρα ότι το φεγγάρι ανάβει αλλιώς στη Δαμασκό και στην Καλκούτα για το κεκαρμένο φύλο.Ότι ξυπνάει παράξενο στις απαγορευμένες εξορίες ομοιώνεται με το χάρτη και με τον επίδεσμο στα μάτια.Στη λυκαύγεια όμως το βήμα είναι αλάνθαστο για τη φανέρωση.Α όχι.Δεν γίνεται να γράφω από την αρχή καινούριο χρησμό.Μη ζητήσεις μήτρα προσμονής.Μνεία για όσα κυοφορούνται στο στήθος.Πες για το θυμιατό που λικνίζεις πάνω από το κεφάλι μου κι αστραπιαία φτιάχνει ο καπνός του καραβάκια μαύρα κι άγρια σε λιτανεία που καμιά φορά τη λέω περιπλανώμενη φωτιά.

Νύχτες σε ακινησία κι όλα γύρω να τρέχουν ζωντανά τα λάστιχα τα σύννεφα τα νερά τα βράχια και τα δίχτυα και τα ύψη και οι μοναχοί σε υπερένταση.

Αποτσίγαρα και τεκτονικές πλάκες.Η γάτα με το δεμένο αφηρημένο σχοινάκι στο λαιμό.Έχει ο αφρός ακρίβεια?Κλίνες για ιστορίες θλίψης για τα σκυλιά και τα σκουπίδια.Πώς κρατιούνται τ’άστρα στον ουρανό, θέλω να ξέρω.Για την τροφή της ανάγκης και της μελαγχολίας.Διόπτρα που φέρνει πιο κοντά την πιο ζωντανή ακινησία που έχω δει.Της σελήνης.Ανεγνωσμένη και η ακινησία και η ζωή.Νομοτέλεια της αδράνειας.Μαύρα σποράκια φρακάρουν στα έμβολα.Εισόδια βουκαμβίλιες χόρτα και φύκια σέρνονται όμοια με φίδια.Ναι λοιπόν.Εγώ φταίω για όλα.είναι όλα τα λάθη δικά μου.Εγώ ναρκοθετώ όλα τα ενύπνια.Τουλάχιστον να δω τα μάτια σου για τελευταία φορά.Για να πονέσω πιο βαθιά.Για να πονέσω πιο άσχημα που είσαι έξω από κάθε ορισμό και διασταύρωση κι ολόγραμμα και διέγερση και ιερογλυφικά αισθήματα.Γραμμένος από το τραύμα του Προμηθέα.Ιερός ακατέργαστος σαγηνευτικός συγκλονιστικός παράφρων.Από τον άγριο μίσχο σου ημερεύει κινδυνεύοντας η ερημιά μου
αφού είσαι το αναρριχητικό χαρτί στο μυστικό σταυρό