Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

το στέμμα



Αύριο θα ξυπνήσω ξεμέθυστος,έλεγε.
Τις ίδιες νύχτες τον έβλεπα στον ύπνο μου
Το περίγραμμα μόνο του προσώπου.
Χωρίς χαρακτηριστικά.
Σχεδόν,ειδώλιο κυκλαδικό.
Μερικές-όταν μ’αγαπούσε πολύ-
πέθαινε μόλις με σκότωνε.
Ζούσαμε το σύνορο του παραλόγου.
Μετά μου ζητούσε απελπισμένα
να τον ανασάνω γιατί η αναπνοή δεν του έφτανε
για να μ’αγαπήσει όσο ήθελε.
Κάθε φορά όμως,επιστρέφοντας,άναβε το σπίρτο,
Το σκοτάδι μας φώτιζε.
Άναβε άλλο ένα.
Καίγονταν αυτός.
Μ’αγαπούσε.
Αν πεις πολλές φορές μέσα σου τη λέξη θάνατος,
Αν την τραγουδήσεις,
έλεγε,ξέρεις πόσο εύκολα ζεις για πάντα?
Με ήθελε πριγκίπισσα με χαμένο στέμμα
για να το βρίσκει και να μου το χαρίζει
απ’την αρχή.
Με ήθελε με όλη τη λύπη να τον σαγηνεύει
σαν την ουσία της χαράς.
Από καπνό,τραγούδια και οινόπνευμα
μπορεί να φτιάχνεται η λύπη.
Πες το όνομά μου,να καταλάβεις.
Προσπάθησε να μην είσαι αφηρημένος.
Η λύπη παίρνει ασυναίρετα σχήματα μέσα μου.
Μα,έτσι καταλαβαίνω τον κόσμο.
Μόνο που δεν ξέρω,πώς φεύγει κανείς
από κείνον που αγαπάει
όταν θέλει τα αλφάβητα του κόσμου
να τελειώνουν στα γράμματα του ονόματός του.
Δεν ξέρω κανείς πώς φεύγει
από κείνον που ονόμασε
θάλασσα στο δίχτυ του.
Μια μέρα απλώς πεθαίνει χωρίς εκείνον.
Γιατί όση άνοιξη περνάει απ’τα μάτια
τόση σ’αφήνει να χάσεις.
Αν θελήσει άνοιξη δεν θα’χεις πια
γιατί περνάει από τα μάτια
Κάποια μέρα θα τελειώσει η άνοιξη
Μεσ’στη σιωπή του.
Όλα τα γράμματα θα λήγουν στη σιωπή του.
Θα’χει μείνει η λύπη
όταν
θα θέλει για πάντα το στέμμα